Tο εγκώμιο της βραδύτητας είναι ένα ποτήρι που καλό θα είναι να μη βάλει ποτέ κανείς μπροστά μου. Συνήθως κάνω πέντε πράγματα ταυτόχρονα (δεν υποφέρω από διάσπαση προσοχής γιατί δεν προλαβαίνω να προσέξω κάτι αρκετά ώστε να με διακόψεις, είμαι κάτι σαν πολυεστιακός φακός) και θεωρώ τον ύπνο χάσιμο χρόνου. Ποιος χρειάζεται πάνω από πέντε ώρες; (Ακούω τη Μαρίλη, στις σελίδες της ομορφιάς, να ετοιμάζει φιλιππικούς εναντίον αυτού που μόλις έγραψα και θα έχει και δίκιο). Ωστόσο, έρχονται κάποιες στιγμές που πρέπει να σταθείς και να υποκλιθείς στη βραδύτητα, να υποστηρίξεις τη σημασία της ραστώνης έξω από το καλοκαιρινό κάδρο, να νιώσεις την έλξη της αδράνειας, να συνυπογράψεις το εγκώμιο της τεμπελιάς. Διαφορετικά πράγματα όλα αυτά, δεν βρίσκονται όμως τυχαία στην απέναντι όχθη από τη βιασύνη: είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες του σώματος και της ζωής της ίδιας και μπαίνουν σε λειτουργία με διάφορες αφορμές, κυρίως όμως όταν φτάνουμε επικίνδυνα κοντά στην υπερβολή, στην υπερκόπωση, στο τέλος της ευχαρίστησης από οποιοδήποτε πρότζεκτ που ολοκληρώσαμε, στο «κάψιμο».

Είναι Κυριακή πρωί και ακούω τη φίλη μου τη Μαρία στο τηλέφωνο να περιγράφει έναν καλοκαιρινό έρωτα. «Περάσαμε φανταστικά μαζί αλλά τέλειωσαν οι διακοπές. Και τώρα τι θα γίνει; Γιατί να μη γνωριστούμε καλύτερα; Γιατί να μη μιλάμε όλη μέρα, κάθε μέρα; Γιατί να μην τα φτιάξουμε; Γιατί να μη μείνουμε μαζί;» Γιατί γνωρίζεστε ένα μήνα, να γιατί. Περίμενε. Μάθε τον άλλον καλύτερα, δες τον σε άλλο φως, όχι μόνο όταν αντανακλά στα μάτια του το φως του Αιγαίου, πηγαίνετε ένα σινεμά, μαγείρεψέ του, ζήτα του να σε βοηθήσει σε κάτι πρακτικό (α, και συ- ζητήστε λίγο το δημοψήφισμα να δω κάτι). Οι σχέσεις θέλουν χρόνο. Ώρες, ημέρες, εβδομάδες και μήνες παρουσίας και ηχηρής απουσίας (πόσο θαυμάσιος και θαυμαστός είναι ο ήχος που κάνει η απουσία κάποιου, πόσα μπορεί να μας μάθει η σιωπή). Η φίλη μου δεν θέλει να ακούσει. Ίσως νιώθει ότι ετοιμάζομαι να της απαγγείλω τσιτάτα περί βιασύνης του Θαλή του Μιλήσιου και του Σοφοκλή και προτιμά να στείλει dm στο facebook. Έχουμε κι άλλα πολλά να πούμε αλλά δεν προλαβαίνουμε. Μιλάμε ήδη είκοσι λεπτά στο τηλέφωνο επιβαρύνοντας το πολύ φορτωμένο κυριακάτικο πρόγραμμά μας. Είναι Κυριακή μεσημέρι και ο Χάρης μου ζητά να συναντηθούμε για ένα γρήγορο καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Πότε έγινε γρήγορος ο καφές; Εμείς δεν είμαστε η χώρα με τους ανθρώπους που κάθονται ώρες κάτω από τον ήλιο και πίνουν καφέδες; «Πότε γίναμε αυτό που κοροϊδεύαμε (όρθιοι Ιταλοί που πίνουν εσπρεσάκι σε μπαρ και φεύγουν τρέχοντας προς την όποια υποχρέωσή τους);» τον ρωτάω. «Όταν τους κοροϊδεύαμε ήμαστε φοιτητές», έρχεται η πληρωμένη απάντηση. «Γιατί να “φάμε” χρόνο μαζί; Ξέρω τι έκανες στις διακοπές αφού σε παρακολουθώ στα social media. Να σε δω λίγο (που έχω έξι μήνες), να μου πεις τα εργασιακά νέα σου σε τίτλους, ε, και για τα  υπόλοιπα υπάρχουν και τα e-mails». Θέλω πολύ να τον δω αλλά δεν προλαβαίνω. Θέλω να καθαρίσω το σπίτι, να κάνω baby sitting στην ανιψιά μου, να πάω στη θάλασσα, να δω τι έγινε στην εβδομάδα μόδας της Νέας Υόρκης και να γράψω κάτι για το περιοδικό.

Είναι Κυριακή απόγευμα και ακούω την κατσάδα της μητέρας μου. «Μια ζωή βιάζεσαι. Τρως και κοιτάς το κινητό. Σου μιλάω και διαβάζεις. Τι ζητάω; Να έρχεσαι να κάθεσαι μαζί μας μισή ώρα τη μέρα». Το λέει έτσι απλά λες κι εγώ μπορώ να βρω μισή ώρα τη μέρα. Ξέρεις πόσα πράγματα μπορούν να γίνουν σε μισή ώρα, μαμά; Δύο τηλεφωνικές συνεντεύξεις. Κολύμπι ένα χιλιόμετρο και κάτι (εντάξει, σε θάλασσα χωρίς Mποφόρ). Μαγείρεμα μακαρονάδας συνοδεία εκλεκτής σάλτσας. Ξεφύλλισμα δύο ξένων περιοδικών και ταυτόχρονα scroll down σε τουλάχιστον δύο πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Και εν πάση πε- ριπτώσει, αν βάλουμε και μισή ώρα με τη μαμά κάθε μέρα, πού πάει αυτός ο κόσμος; Είναι Κυριακή βράδυ και διαβάζω στο instagram ένα post της Λίλλυς Σπαντιδάκη. Η Λίλλυ, συγγραφέας και μεγάλη γατόφιλη, ζητά από τον κόσμο να μην είναι έξαλλος με μια οδηγό που έκανε το αυτονόητο: σταμάτησε το αυτοκίνητό της για να μαζέψει ένα γατάκι από τη μέση του δρόμου. Φυσικά σταμάτησε την «κίνηση». Φυσικά ήταν όλοι οι οδηγοί έξαλλοι μαζί της. Υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα σήμερα από το να διακόψεις την κίνηση στους δρόμους; Ναι, να την προκαλέσεις σταματώντας με το αυτοκίνητό σου για να δώσεις την ευκαιρία σε μια χνουδωτή μπάλα να μη γίνει χαλκομανία. Η βιασύνη στο δρόμο είναι το πιο επικίνδυνο είδος βιασύνης. Θα την έβαζα τοπ 3 μαζί με τη βιασύνη να παντρευτούμε κάποιον ή και να κάνουμε ένα παιδί με οποιονδήποτε. Ώρες-ώρες αισθάνομαι ότι συμμετέχω σε ένα αόρατο Game of time. Τα βασίλεια του Westeros είναι η ζωή και οι υποχρεώσεις μου: η δουλειά και η αναψυχή, η ακούρα- στη δημιουργικότητα και η ανερυθρίαστη οξεία τεμπελίτιδα. Μάχομαι εναντίον white walkers που κλέβουν το χρόνο μου και στόχος μου είναι ο θρόνος που θα καθήσω ως κυ- ρίαρχη του χρόνου και της ζωής μου. Ο χρόνος (θα ’πρεπε να) υπάρχει για να μας κάνει ευτυ- χισμένους. Να σερφάρουμε πάνω του όπως σε ένα δυνατό αλλά όχι επικίνδυνο κύμα που μας βοηθάει να ανέβου- με και να μείνουμε στη σανίδα πρώτη φορά. Ναι, θέλει το χρόνο του και το σερφ. Δεν το βάζουμε κάτω με την πρώτη φορά που φάγαμε σανίδα στο κεφάλι. Δεν θα σας γράψω να αφήσετε ρολόγια και κινητά στο σπίτι για μία μέρα, να βγείτε από τα social media. Αλλά θα σας ζητήσω να φανταστείτε μία μέρα που να έχει λιγότερες από 15 προβλεπόμενες δραστηριότητες/υποχρεώσεις. Θα σας ζητήσω επίσης να τολμήσετε να πείτε στον εαυτό σας «όχι, αυτό δεν θα το κάνω σήμερα» και να γίνετε και λίγο Σκάρλετ Ο’ Χάρα: «Αύριο είναι μια άλλη μέρα». Θα το ζητήσω πρώτα απ’ όλους από τον εαυτό μου. Γιατί παρ’ όλο που διάβασα μικρή (και ξαναδιάβασα μεγάλη) τη Μόμο του Μίχαελ Έντε, μυαλό δεν έβαλα. Ο τρόπος που οι άνθρωποι διαχειρίζονται το χρόνο τους στις δυτικές κοινωνίες με κέρδισε. Τα γκρίζα ανθρωπάκια, οι κλέφτες (ή μήπως αστυνόμοι;) του χρόνου κέρδισαν. Μόνη μου παρηγοριά κάτι που έχει πει ο σκακιστής Τζος Γουάτζκιν, 8 φορές νικητής του εθνικού πρωταθλήματος στις ΗΠΑ: «Δεν οφείλουμε να είμαστε καλοί στην αναμονή, οφείλουμε να τη λατρεύουμε. Γιατί δεν είναι αναμονή, είναι η ζωή η ίδια». Στο κλίμα αυτό, του επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο τρέχει ο χρόνος στη ζωή μας, το Marie Claire, ένα περιοδικό για γυναίκες με πάθος που ξέρουν (ή προσπαθούν) να ζουν τα πάθη τους και να μην καίγονται από αυτά, ξεκινά αυτό το φθινόπωρο μια καινούργια περίοδο ζωής βάζοντας τη βιασύνη στο ράφι. Και συμβολικά να το δεις, η στιγμή που ανοίγεις την κυριακάτικη εφημερίδα σου σηματοδοτεί την είσοδο σ’ εκείνο τον εφήμερο παράδεισο όπου υπάρχουν μόνο ο καφές, η εφημερίδα και το περιοδικό σου.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below