«Φαντάσου το. Είναι 2007 και μου παίρνεις, λέει, συνέντευξη για την πρώτη μου σειρά, τα “Υπέροχα πλάσματα”. Και σου λέω ότι φτιάχνω ένα σενάριο που περιγράφει το 2020 και περιγράφει μια πανδημία. Μια πανδημία που απειλεί να αφανίσει το ανθρώπινο είδος και για να προστατευτεί ο κόσμος φοράει μάσκες, αυτές τις φθηνές, τις χειρουργικές… Δεν θα έλεγες “η Κοντοβά το ’καψε”;».
Με την αενάως larger than life- ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής COVID- Μυρτώ Κοντοβά (σεναριογράφος, δημοσιογράφος, στιχουργός, είναι λίγες μόνο από τις ιδιότητές της) μιλάμε για τη συλλογική δυστοπία που βιώνουμε και για τη νέα της σειρά «Σχεδόν ενήλικες» που θα αρχίσει να προβάλλεται, περί τα τέλη Ιανουαρίου, από το ΜEGA. Μια σειρά με πολλά στοιχήματα (η ίδια τη «σχεδιάζει» και σκηνοθετικά) που «πέρασε του λιναριού τα πάθη», που αναποδογυρίζει πολλά και πολλούς (π.χ. ο Γιάννης Στάνκογλου κάνει το ντεμπούτο του σε κωμικό ρόλο) και γυρίζεται υπό πρωτόγνωρες για τον πλανήτη συνθήκες και πρωτόκολλα.
Το φόντο του «Σχεδόν ενήλικες», της πρώτης ελληνικής σειράς που όχι μόνο γυρίζεται, αλλά εκτυλίσσεται μέσα στην πανδημία (δηλαδή οι ήρωες φορούν και δεν φορούν μάσκες) είναι μια μαγευτική διπλοκατοικία σε χρώμα γκρενά, στην Καλλιθέα. Με παλιά πατώματα και στριφογυριστή εξωτερική σιδερένια σκάλα. «Σαν αυτή που μεγάλωσα», τονίζει. Πώς είναι να κάνεις γυρίσματα μεσούσης της πανδημίας; «Μια μέρα με πήγε στο γύρισμα ο φίλος μου, ζούμε μαζί επτά χρόνια (σ.σ.: ο Βαγγέλης Τούντας, ο συνθέτης που υπογράφει τη μουσική της σειράς). Ανοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, του είπα “Αντε μωρό μου, γεια” και φιληθήκαμε με τη μάσκα! Το πιστεύεις αυτό;».
Ας καταδυθούμε λίγο στο σαφώς πιο παρήγορο παρελθόν. Ένα κάδρο από τα παιδικά σου χρόνια;
Τζάκι αναμμένο, συνήθως Σάββατο βράδυ, περιμένουμε τους φίλους των γονιών μου που ήταν στο Κόμμα όταν ήταν παρά πολύ στη μόδα το Κόμμα, μυρίζει όλο το σπίτι τζακίλα, τσιγάρο φουλ, τζοκόντα σοκολατάκια, θυμάμαι αυτό το πάνω-πάνω -τι ήταν αμύγδαλο ή φουντούκι;- και το κάτω πραλίνα, θυμάσαι; Ηταν μια μονοκατοικία με ανοιχτές τις πόρτες, κόσμος, φωνές, «Εμπρός της γης οι κολασμένοι», καινούριοι δίσκοι που τους ακούγαν όλοι μαζί, η γιαγιά μου, που κανονικά μένει μαζί μας, λείπει, η μαμά, ξέρεις, δεν προλαβαίνει να ετοιμαστεί, τρέξιμο στην κουζίνα, στην πάνω σχάρα του φούρνου ένα φαΐ στην κάτω άλλο. Και την επόμενη μέρα, Κυριακή μεσημέρι, πάλι τζάκι, μεσημεριανό κυριακάτικο και καφέδες και ατέλειωτες συζητήσεις, κυρίως όταν άρχισε να αναπτύσσεται η σκέψη μας και οι αναζητήσεις μας οι ιδεολογικές και πολιτικές, κυρίως του αδελφού μου, του Κώστα (σ.σ.: συνθέτη και πιανίστα των Υπόγειων Ρευμάτων). Mιλάμε για ομηρικές διαφωνίες και κουβέντες, «Θα σου κατεβάσω αυτό από τη βιβλιοθήκη», «Για κατέβασέ το» και «Δεν λέει “αυτό”, λέει “εκείνο”».
Τουλάχιστον υπήρχε τριβή στην οικογένεια, δεν ήσασταν ακροβολισμένοι μέσα στο σπίτι, ο καθένας μόνος του μέσα στο δωμάτιό του.
Αυτό που δεν υπήρχε ήταν η ευκαιρία του νέου ανθρώπου να αναπτυχθεί και λίγο μόνος του. Τότε συνέβαιναν σχεδόν δικτατορικά τα πράγματα. Εγώ δεν μπορούσα να δω την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που την αγαπούσα πολύ, απαγορευόταν να δω τέτοια ελληνική ταινία. Το μεγάλο δε παράπονο του αδελφού μου ήταν ότι ο πατέρας μου τον ανάγκαζε τις Κυριακές να ακούει Μίκη Θεοδωράκη, αντί να βγει έξω να παίξει. Μια φορά μάλιστα το είπε στον ίδιο τον Θεοδωράκη.
Και εκείνος πώς αντέδρασε;
Γέλασε και του είπε: «Χαιρετισμούς στον μπαμπά σου». Τώρα δεν είναι τόσο φορετή από το σπίτι η ιδεολογία και η πεποίθηση. Θεωρώ πιο ελεύθερη τη συνθήκη τη σημερινή, με λιγότερους μύθους.
Ήταν ωραίος, όμως, αυτός ο μύθος που είχαμε για τους γονείς και ας απομαγευόμασταν στη συνέχεια.
Είναι πιο προσγειωμένα τώρα τα παιδιά. Και όταν γκρεμίζεται αυτός ο μύθος των γονιών, δεν παθαίνουν το κοκομπλόκο που παθαίναμε εμείς. Ή που έπαθα εγώ τουλάχιστον, όταν ανακάλυψα ότι, ναι, η μαμά δεν είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο μπαμπάς δεν είναι ο Τσε Γκεβάρα, αλλά είναι δύο μικροαστοί. Γιατί αυτό ήταν. Δύο μικροαστοί με καλές προθέσεις. Μάλιστα. Μέχρι εκεί όμως.
Μια και μιλάμε για παιδιά, σε όλες τις δουλειές σου έχεις πάντα μια αβίαστη επαφή με τη γλώσσα των νέων ανθρώπων, χωρίς να χρησιμοποιείς κλισέ.
Νομίζω την είχα πάντα αυτή τη γλώσσα. Δεν πίστεψα ποτέ ότι υπάρχει γλώσσα νέου, γλώσσα παιδιού, γλώσσα γέροντα, τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν πιστεύω σε αυτό, δεν πιστεύω στα target groups, ούτε στο να προσπαθούν τα εμπορικά τμήματα των καναλιών, ή δεν ξέρω ποιος άλλος, να βρουν, γύρω από ένα γραφείο το πού απευθύνεσαι και «Μήπως να βάλεις και λίγο τραπ μέσα;». Τους περιφρονούσα πάντα αυτούς τους διαχωρισμούς. Δεν το κάνω, γιατί αυτή τη στιγμή φίλη μου πολυαγαπημένη που μένει δίπλα, η Μαιρούλα, είναι 71 ετών και ξέρει πολύ περισσότερο από μένα να κατεβάζει σειρές ή ξέρει πολύ περισσότερα για τις παραστάσεις απέναντί μας εδώ στη Στέγη. Μιλάω μαζί της ακριβώς όπως μιλάω με την κολλητή μου, τη Γιώτα Κοτσέτα (σ.σ.: γνωστή ραδιοφωνική παραγωγός και συνθέτις): «Κλείσε, ρε μαλάκα, επιτέλους να πάμε να κοιμηθούμε!». Και έχω και μια άλλη φίλη, την Έλλη, που είναι εννέα ετών! Την ανακάλυψα σε ένα σούπερ μάρκετ, πέρασε σαν βολίδα από μπροστά μου πάνω στα πατίνια της και είπα: «Ιιιιι, αυτό το κορίτσι χρειάζομαι στη σειρά μου!». Αν βάλεις την Έλλη με τη Μαιρούλα θα κάνουν φανταστική παρέα.
Ζούμε, είναι η αλήθεια, σε μια θολή εποχή… αθνητότητας.
Ξέρεις, αυτά είναι ζητήματα που με απασχολούσαν από πολύ μικρό παιδί. Θέματα δηλαδή που αφορούν την επικοινωνία των γενεών – δεν το ’λεγα έτσι, βέβαια, όταν ήμουν πιτσιρίκι. Με γοήτευε πάντα πάρα πολύ να μιλάω με διαφορετικές ηλικίες, με πολύ διαφορετικούς ανθρώπους. Και γι’ αυτό έλεγα πάντα ότι στην κηδεία μου θα έρθουν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Ξέρεις από ένα κορίτσι από τις «Κούκλες» μέχρι έναν παπά. Φαντάσου ναρκισσισμό που έχω! Παλαιότερα, εκεί γύρω στα 90s, που ήταν πολύ έντονο το κομμάτι του ναρκισσισμού και της εικόνας και του στυλ, έλεγα στους κολλητούς μου ότι θα ήθελα να είναι με τζάμι το φέρετρο και από μέσα εγώ να φοράω κάτι φανταστικό. Τότε βέβαια τα λέγαμε αυτά, και εγώ και οι φίλοι μου, γιατί ήμασταν 25, άτρωτοι δηλαδή, και φαίνονταν όλα πολύ μακρινά. Τώρα δεν κάνω πολλά τέτοια αστεία.
Πολλοί εκφράζουν περιφρόνηση για την ελληνική τηλεόραση, ακόμα κι αν δουλεύουν γι’ αυτή. Σου λέει, «υπάρχει το Netflix και εσύ κάθεσαι και βλέπεις ελληνικά»;
Είναι η διάχυτη τηλεορασίλα που κάνει τον κόσμο να λέει: «Δεν μπορώ η τηλεόρασή μου να βάλει ελληνική παραγωγή». Αϊ σιχτίρ, όμως. Μου θυμίζει κάτι παλιές συζητήσεις που γίνονταν στο πατρικό με τους αριστερούς φίλους των γονιών μου, που σου έλεγα πριν, για το αν η τέχνη είναι για την τέχνη ή για το λαό και κάτι τέτοια στερεοτυπικά. Δηλαδή, ρε φίλε, άμα δεν βλέπεις ελληνική τηλεόραση, μη δουλεύεις στην ελληνική τηλεόραση, γιατί δεν θα δώσεις ούτε μισό κομμάτι από τον εαυτό σου να γίνει κάτι καλύτερο… Εμένα αν κάτι δεν με αφορά, δεν ασχολούμαι. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα Μέσο, το οποίο είναι μέσα στο σπίτι μας. Το να το περιφρονείς όταν δουλεύεις γι’ αυτό σημαίνει ότι αφήνεις χώρο στους «κακούς» να καλλιεργήσουν και άλλα σκατά με τα οποία θα ταΐσουν τον κόσμο.
Εσύ γι’ αυτό κάνεις τηλεόραση;
Γι’ αυτό. Προτιμώ αυτό το guerilla στυλ τού μπαίνω στο σαλόνι του άλλου και του λέω: «Mπορεί να γίνει κι έτσι, ρε φίλε!». Το θεωρώ, με πολλά εισαγωγικά, μια σοβαρή κίνηση προσωπικής πολιτικής!
Ειδικά αυτή την περίοδο του εγκλεισμού το έχουμε ανάγκη.
Τη θεωρώ μεταβατική την περίοδο αυτή, είναι το ανάμεσα στο παλιότερο είδος τηλεόρασης και σε αυτό που λέμε «εποχή Netflix». Κάποια στιγμή -ελπίζω να είμαι μάχιμη όταν θα συμβεί- θα αναγκαστεί η ελληνική τηλεόραση να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις των ανθρώπων της τηλεοπτικής αγοράς. Γιατί καθόλου δεν πιστεύω ότι φταίνε τα χαμηλά μπάτζετ , ούτε ο εξωτερικός αόρατος «εχθρός», το «σύστημα». Δεν τα πιστεύω όλα αυτά τα πράγματα. Και το περιβάλλον είναι πια πολύ ανταγωνιστικό. Oι πλατφόρμες Netflix, HBO κ.λπ. είναι μια ολόκληρη κουλτούρα… ΟΚ. Τα λεφτά που έχουν δεν θα τα έχεις, σε πιάνει όμως ένα πείσμα και λες: «Δεν είναι ισχυρό άλλοθι ούτε για την αισθητική, ούτε για το περιεχόμενο, ούτε για τις αξίες, ούτε για την προχειρότητα, ούτε για τίποτε απ’ όλα αυτά που σου πετάνε στα μούτρα όταν ανοίγεις τη σημερινή τηλεόραση.
Έχει ήδη αφιχθεί ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος θέασης…
Ναι, και έρχεται να σκάσει σαν κύμα στα μούτρα όλων αυτών. Δεν μπορεί η ελληνική τηλεόραση να συνεχίσει να είναι στο χάλι της το μαύρο και ο κόσμος γύρω να ασχολείται με τελείως διαφορετικού στυλ μυθοπλασία. Δεν υπάρχουν, για παράδειγμα, μόνο το δράμα και η κωμωδία (ή αυτό που στην Ελλάδα λένε «κωμωδία»). Υπάρχει και η dramedy. Υπάρχει ήδη μια αξιόλογη προσπάθεια που τη βλέπω – κι εγώ δεν βλέπω πολλή τηλεόραση γιατί δουλεύω πολλές ώρες και προτιμώ κι εγώ να δω Netflix μέχρι να σκάσει κάτι που με ενδιαφέρει. Να, την έκανε την κινησούλα της η ΕΡΤ ξαφνικά και αθόρυβα. Χωρίς να παιανίζει, έκανε μια πολύ ωραία μουσική εκπομπή με τον Πορτοκάλογλου κι ένα ωραίο άνοιγμα στη μυθοπλασία.
Αλήθεια, γιατί κανείς δεν έχει κάνει corona χιούμορ στα σοβαρά;
Είμαστε ακόμα μέσα σε αυτή τη δίνη, τι χιούμορ να κάνουμε; Παρ’ όλα αυτά, το DNA μας το έχει. Δεν ξέρω αν είχες δει τα σποτάκια του Φοίβου Δεληβοριά το καλοκαίρι για την «Ταράτσα» στο Αλσος. Είχα ξεραθεί στα γέλια. Θέλω να πω ότι σαφέστατα θα γίνει και γίνεται με έναν τρόπο. Νομίζω, όμως, ότι είμαστε πάρα πολύ μέσα σε αυτό. Γι’ αυτό κι εγώ το αντιμετώπιζα αμήχανα στην αρχή και στη σειρά. Τι χιούμορ να κάνω με τον κορωνοϊό; Ήθελα να το τοποθετήσω μέσα στη ζωή μας, αλλά δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Ωραία, να κάνω χιούμορ. Την επόμενη στιγμή, όμως, με παίρνει μία φίλη μου και μου λέει: «Είναι ο μπαμπάς μου στο νοσοκομείο, δεν ξέρω αν θα ζήσει». Τι να πεις; Δεν ξέρω, θέλω να το δω και στον αέρα πώς λειτούργησε μέσα στη γραφή μου αυτό.
Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία του 2020;
Πιο ανάγλυφα φαίνεται ο τρόπος που μοίρασε τον κόσμο και τους ανθρώπους στην κοινωνία η κρίση. Σαν να έχει καθοριστεί αρκετά πριν από τον κορωνοϊό. Κάνουμε γυρίσματα στο κέντρο και αναγκαστήκαμε να πάρουμε την κάμερα πιο πέρα για να μη φαίνεται ο αληθινός άστεγος που είναι εκεί. Γι’ αυτό σου λέω, τις διαφορές των ανθρώπων ως προς τα αγαθά και το χρήμα τις είχε αναδείξει πάρα πολύ η κρίση. Φαίνεται απλώς ακόμα πιο έντονα με τον COVID. Στις πόλεις δεν τελείωσε ποτέ το θέμα αυτό.
Οι ανισότητες εννοείς.
Ναι, οι σοβαρές, όχι οι ανισότητες ό,τι κι ό,τι, ούτε αυτές του ’80 και του ’90. Οι ανισότητες που κάνουν το άνοιγμα της ψαλίδας τόσο μα τόσο απίθανα και απερίγραπτα μεγάλο. Οι προηγούμενές μου δουλειές («Υπέροχα πλάσματα», «Μίλα μου βρώμικα») μου φαίνονται σήμερα παλιές, υπό την έννοια ότι οι χαρακτήρες έχουν την αθωότητα των ανθρώπων που δεν τους άγγιξε η κρίση. Δεν είναι λίγα τα δέκα χρόνια. Μην ξεχνάς, μεσολάβησε και η Χρυσή Αυγή. Ο,τι σημαίνει αυτό για την ίδια την πόλη, για το πώς λειτούργησε μετά, για το πώς αναδιπλώθηκε ο κόσμος της, η αλλαγή τώρα με την πανδημία.
Αλήθεια, η Αθήνα είναι σχεδόν ένας αυτόνομος χαρακτήρας στις δουλειές σου. Πώς τη βλέπεις σήμερα;
Αυτόν τον καιρό μού φαίνεται πολύ λυπητερή, είναι σαν να έχει κλείσει. Υπάρχει μία ατάκα στη σειρά που λέει η Νικόλ (Θεοδώρα Τζήμου) στον Θωμά (Μάκης Παπαδημητρίου): «Ποιος θα το έλεγε ότι θα έφτανε η εποχή που θα ’πινες ανθρακούχο νερό». Και εκείνη απαντάει: «Ποιος θα το ’λεγε ότι θα έφτανε η εποχή που θα έκλειναν όλα τα μπαρ του κόσμου στις 12». Και εκείνος της λέει: «Ποιος θα το ’λεγε ότι θα έφτανε η εποχή που θα έκλεινε ο κόσμος όλος». Γυρίζω πολλές φορές από τη δουλειά ή από το μοντάζ, αργά το βράδυ, και είναι σαν να περπατάω σε ταινία δυστοπίας. Μου θυμίζει μια απίθανη καναδική ταινία του 1998, «Η τελευταία νύχτα του κόσμου», που με είχε τρομάξει, με είχε σοκάρει πολύ. Περιμένουν τη συντέλεια και ο κόσμος τελειώνει με ένα πάρτυ. Ήταν πάντα, από τα παιδικά μου χρόνια, ο μεγάλος μου φόβος.
Ποιος;
Ότι θα κοιμηθώ, ότι θα κλείσω τα μάτια μου και το πρωί δεν θα είναι όλα όπως τα άφησα. Έτρεμα με αυτό, φοβόμουν πάρα πολύ. Το έβλεπα στον ύπνο μου για χρόνια, το έχω κάνει και ψυχοθεραπεία το θέμα μου με τη σταθερότητα! Και να που έγινε!
Εσύ τι φαντάζεσαι για το μετά;
Να σου πω την αλήθεια, δεν φαντάζομαι ένα μεγάλο πάρτυ. Ούτε το ονειρεύομαι. Λέω πολύ συχνά «θέλω να πάω σε μια συναυλία», «θέλω να βγω με τους φίλους μου αγκαλιά έξω να φάμε, να πιούμε», «α στο διάολο, δεν μπορώ να συμβαίνει αυτό», σκέφτομαι το clubbing, το «+Soda,» όλα, όλα, και μπερδεύομαι. Μου δημιουργεί μια συναισθηματική αμηχανία. Όχι, δεν ονειρεύομαι ένα μεγάλο πάρτυ αυτή τη στιγμή. Ονειρεύομαι η ζωή μας να ξανασκαλώσει στα μικρά της καθημερινά σκαλώματα και μετά βλέπουμε για το πάρτυ.
Σεξ γίνεται σήμερα;
Φαντάζομαι, είμαι σχεδόν σίγουρη βλέποντας και τους φίλους μου που είναι 25 χρονών. Είναι ένα ενδιαφέρον θέμα αυτό. Δεν έχει να κάνει τόσο με την πανδημία, αυτή απλώς ήρθε και το ενίσχυσε. Είναι περισσότερο μονογαμική η σημερινή γενιά και η τάση της σε σχέση με τις προηγούμενες, που ήταν γενιές τού παρτάρω, του φεύγω σήμερα και πάω με αυτόν επειδή τον είδα και τον γουστάρω. Δεν έχεις άλλο τρόπο να επικοινωνήσεις σήμερα εκτός από το Ιντερνετ. Έχω φίλο που έχει εδώ και δύο-τρεις μήνες σχέση στο Tinder. Δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Είναι η οθόνη ανοιχτή όταν δουλεύουν, έρχονται, κάνουν ένα τσιγάρο, τα λένε, κάνουν όνειρα μαζί για την εποχή που δεν θα έχει COVID. Δεν ξέρω αν κάνουν σεξ, που φαντάζομαι ότι κάνουν, δηλαδή κάνουν cybersex.
Θυμάμαι, είχα διαβάσει ένα επιστημονικό άρθρο για το πότε θεωρείται κανείς ενήλικος σήμερα. Πότε λες εσύ;
Εγώ θα σου απαντούσα αυθόρμητα «ποτέ». Μετά θα έλεγα ότι είσαι πάντα ενήλικος και πάντα ανήλικος -δεν θα πω παιδί- και ό,τι δεν θέλεις να κάνεις μόνος σου, έρχεται η ζωή και σ’ το κάνει. Οπότε αναγκάζεσαι, ακόμα και αν δεν θέλεις, να «ενηλικιωθείς», για να αντιμετωπίσεις τις φάπες ή αυτό που ονομάζεται εξέλιξη στη ζωή σου. Παραμένουν, όμως, πάντα κομμάτια, πώς να το πω, παραμένει πάντα ένας μικρός πιτσιρίκος ή μια πιτσιρίκα μέσα σου, που κυκλοφορεί και τρέχει και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το έχω δει ακόμα και σε ανθρώπους που έχουν κάνει πολλή δουλειά με τον εαυτό τους.
Αυτή η δοκιμασία που περνάμε σήμερα πολλούς μάς κατέστησε απότομα ενήλικες… Και τα παιδιά ακόμα.
Παραμένουν, όμως, ανέπαφα κάποια κομμάτια με τους φίλους σου και τους ανθρώπους που σε ξέρουν και τους ξέρεις, παραμένουν οι ίδιοι κώδικες, οι ίδιες καγκουριές ή τα ίδια κυνικά αστεία, ο ίδιος τρόπος να επικοινωνείς και να εκτίθεσαι – εκτίθεσαι μόνο σε αυτούς που σε ξέρουν καλά και δεν φοβάσαι. Παραμένει, ας πούμε, κάτι από τον παλιό κόσμο. Υπάρχει και σχετικό επεισόδιο στη σειρά που λέγεται «Κάτι από τον παλιό κόσμο».
Αυτά τα κομμάτια τα έχουμε ανάγκη…
Ναι, μας κρατάνε εκεί. Κάποια στιγμή στην ψυχοθεραπεία έλεγα ότι θέλω να ξεριζώσω ένα τέτοιο κομμάτι. Και συζητούσαμε με την ψυχολόγο ότι μαζί με αυτό είναι πιθανό να ξεριζώσεις και ένα σωρό άλλες μικρές, χρήσιμες ρίζες. Δεν θέλεις να το κάνεις. Εμένα μία από αυτές τις ρίζες μου είναι η παιδικότητά μου. Ελεγα ότι δεν τη θέλω, δεν γουστάρω την παιδικότητα άλλο, φτάνει. Ωστόσο, ένα από αυτά τα ριζίδια, ξέρεις, είναι μαζί και η δημιουργικότητα, δεν θέλω να τη χαραμίσω! Γιατί είναι το ζωτικό μου ψεύδος και το θέλω. Και, για να προσγειωθούμε λίγο και για να μιλήσω και ως ενήλικας, βιοπορίζομαι από αυτό.
Έχεις προβεί στις αναπόφευκτες κορωνο-αναθεωρήσεις; Για το πώς ζούσες μέχρι τώρα ή για το πώς θέλεις να ζεις όταν όλο αυτό θα τελειώσει;
Δεν με έχει ακουμπήσει τόσο συνολικά. Νομίζω ότι προστατεύομαι ή αρνούμαι. Είμαι ακόμα στο «Οταν θα τελειώσει αυτό, θα κάνω εκείνο…». Δεν έχω φτάσει ακόμα στο «Όταν θα τελειώσει αυτό, θα θυμάμαι…». Σίγουρα, ωστόσο, υπήρχαν πράγματα στη ζωή μας πάρα πολύ ωραία που τα θεωρούσαμε απόλυτα δεδομένα. Στη δική μου περίπτωση δεν χρειάστηκε να μου το κάνει αυτό η πανδημία, γιατί μου το κάνει ο χρόνος.
Τι εννοείς;
Όσο περνάει ο χρόνος, μαθαίνω να είμαι περισσότερο παρούσα στη ζωή μου. Ή να αναγκάζω τον εαυτό μου να το θυμάται και να είμαι περισσότερο εκεί στις στιγμές μου, στη μέρα μου, στη νύχτα μου, παντού. Αν ήμουν 25 ετών θα σου έλεγα άλλα πράγματα. Τώρα, έτσι κι αλλιώς, αυτό το κάνει ο χρόνος. Είχαμε πρόβα τώρα τελευταία, μια μέρα με πολύ καλό καιρό. Βγαίνοντας λέγαμε: «Πω πω τι ωραίο φως που έχει». Kαι ο Μάκης (σ.σ.: Παπαδημητρίου) έλεγε: «Εγώ θα ήθελα τώρα να πηγαίναμε όλοι μαζί για ένα τσίπουρο». Και έλεγε ο Γιάννης (σ.σ.: Στάνκογλου): «Ναι, ρε φίλε, δεν μπορώ να το δεχτώ ότι δεν μπορούμε να πιούμε ένα τσίπουρο στον ήλιο». Tα είχαμε όλα δεδομένα. Και δεν είναι έτσι. Να, αυτό ας πούμε είναι ένα μάθημα που παίρνω. Εκείνο δηλαδή που ήθελα από πριν να θυμάμαι μου το θυμίζει αυτή η ιστορία ξανά.
Τι θα μας αφήσει όλο αυτό το έλλειμμα αγγίγματος και αγκαλιάς;
Έχεις δίκιο, δεν το έχω σκεφτεί. Και είμαι άτομο πολύ του «ζου-ζου» και της αγκαλιάς και του κάθομαι πάνω στους άλλους. Πρέπει να σου πω, όμως, ότι αυτή η ιστορία με απάλλαξε και από φιλιά που δεν ήθελα να δώσω. Ή χέρια που δεν ήθελα να σφίξω. Ή αγκαλιές-τάχα μου που δεν ήθελα να κάνω. Με απομάκρυνε από άλλα, αλλά με απάλλαξε και από την υποχρέωση να φιλήσω σταυρωτά κάποιον που δεν έχω καμία διάθεση. Έχω ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στο μυαλό που αν το συναντούσα σε μια κοινωνική εκδήλωση, ουφ, δεν θα ήμουν υποχρεωμένη να πω «Αχ, τι κάνεις», «Έλα να σε φιλήσω» και τέτοια. Όξω!
Η τηλεοπτική σειρά «Σχεδόν ενήλικες», σε σενάριο & σκηνοθετική επιμέλεια Μυρτώς Κοντοβά, με τους Γιάννη Στάνκογλου, Θεοδώρα Τζήμου, Μάκη Παπαδημητρίου, Γιώργο Παπαγεωργίου, Βάσω Καβαλιεράτου, Αντώνη Μυριαγκό, Ιβάν Σβιτάιλο κ.ά., προβάλλεται κάθε Πέμπτη στις 21:00 στο MEGA. Η συνέντευξη της Μυρτώς Κοντοβά δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Marie Claire Φεβρουαρίου που κυκλοφορεί.