Την Kylie Minogue τη θυμάμαι από όταν θυμάμαι εμένα, στην κυριολεξία. Από τα λίγα πράγματα που έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό μου είναι ένα καταπληκτικό στιγμιότυπο σε ηλικία περίπου δύο ετών, κατά το οποίο οι αδερφές μου άκουγαν το «I should be so lucky» και εγώ χόρευα και τραγουδούσα σα να μην υπάρχει αύριο… να αφήσουν το πιστολάκι (#truestory). Εκείνη την περίοδο, μυήθηκα θέλοντας και μη στα hits της και την ξανασυνάντησα κάτι χρόνια μετά με το έπος «Confide in Me» (1994).
Ψέματα δε θέλω να πω, δεν ήταν ποτέ το νούμερο 1 στις προτιμήσεις μου και σίγουρα δεν ήταν η πρώτη που μου ερχόταν κατά νου στην κλασσική ερώτηση της αγαπημένης τραγουδίστριας (Sade, δε θέλω να μου αγχώνεσαι). Είναι όμως από εκείνες τις Κυρίες, που έχαιραν ανέκαθεν της εκτίμησής μου για την πορεία τους. Για κάποιο λόγο η pop, φέρουσα πάντα την ταμπέλα της εμπορικής κατηγορίας, συχνά θεωρείται «λίγη» για τους ψαγμένους, ενώ μέχρι κι εγώ η ίδια νόμιζα πως η Kylie «στρούμφιζε» στα τραγούδια της. Ο παρατατικός χρησιμοποιήθηκε εσκεμμένα, διότι το 2005 άλλαξα γνώμη· από σπόντα κέρδισα εισιτήρια για ένα live της περιοδείας «Showgirl» στο Μάντσεστερ και η Kylie φρόντισε μια και καλή να με κάνει να αναθεωρήσω.
Για την ιστορία, η εμφάνισή της ήταν η τελευταία πριν αποσυρθεί από τα μουσικά δρώμενα εξαιτίας της περιπέτειάς της με τον καρκίνο. Η αρχική διάγνωση ήταν λανθασμένη, είχε χάσει αρκετό χρόνο και άρα έπρεπε να ακυρώσει τις υπόλοιπες εμφανίσεις της, μαζί και αυτή στο Glastonbury όπου θα ήταν headliner. Μέχρι σήμερα πάντως, είναι μακράν το πιο εντυπωσιακό live που έχω παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή μου, και δεν έχω πάει σε λίγα. Εν συντομία, χόρευε ασταμάτητα, κρεμόταν από το ταβάνι, άλλαξε άπειρες φορές ρούχα και όλα τα προαναφερθέντα χωρίς να χάσει νότα. Μπορείς να μην την παραδεχτείς μετά; Παρεμπιπτόντως, και στο βρετανικό φεστιβάλ «πήρε τη ρεβάνς» πέρυσι, καθώς όπως θα παρατηρήσεις στο παρακάτω βίντεο, δεν έπεφτε καρφίτσα (200.000 κόσμου). Σύμφωνα με τα στοιχεία, πρόκειται για την εμφάνιση με τις περισσότερες τηλεοπτικές θεάσεις στην 50χρονη πορεία του φεστιβάλ.
Έκτοτε λοιπόν και αφότου επανέκαμψε δειλά δειλά, ξεκίνησα να την «ακολουθώ», διαβάζοντας τα πάντα για αυτήν. Πόσα κότσια άραγε να χρειάζονταν για να αγγίξει ξανά τα επίπεδα επιτυχίας των «Fever» και «Body Language»; «Δεν ξέρω πώς το έκανα βασικά, ήμουν αποφασισμένη, ήταν ένα σημαντικό μέρος της ανάρρωσής μου. […] Δεν πιστεύω ότι το κοινό είδε (τι συνέβη), έμεινα μέσα… Ήταν η οικογένειά μου εκείνη που με στήριξε σε αυτήν την πραγματικά μίζερη στιγμή», είχε αποκαλύψει βουρκωμένη to 2011 σε συνέντευξή της στον Αυστραλό δημοσιογράφο Molly Meldrum. Φέτος, 14 χρόνια μετά, και σε δηλώσεις της στο People, παρομοίασε την κατάσταση που έζησε τότε «σα να είχε γλιστρήσει η γη από τον άξονά της. Μετά βλέπεις τα πάντα εντελώς διαφορετικά».
«Ίσως η τύχη να δημιουργεί τις περισσότερες ευκαιρίες, δεν είμαι σίγουρη. Αλλά οπωσδήποτε δεν έβλεπα μπροστά, ούτε σκεφτόμουν “Θα είμαι εδώ για τα επόμενα 30 χρόνια με τόσα τραγούδια”. Δεν ήταν αυτή η φιλοδοξία μου. Προσπαθούσα να φτάσω στο επόμενο βήμα, να κάνω κάτι καλό και να μαθαίνω διαρκώς. Και παρότι ήταν επιτυχημένο, υπήρχε πολλή πάλη στο ενδιάμεσο, πολλές μάχες που έπρεπε να κερδίσω», ανέφερε σε συνέντευξή της στο Paper Magazine το 2019. Οι αλλαγές βέβαια, δεν τη φόβιζαν ποτέ ιδιαίτερα. Το άλμπουμ της «Impossible Princess» σε πειραματικούς madonnικούς καιρούς («Ray of Light») επιβεβαιώνει πως κατά τη διάρκεια της καριέρας της «ίδρωνε» για να εξελίσσεται και να δοκιμάζεται σε διαφορετικά είδη μουσικής, με το σκεπτικό πως μόνο έτσι μπορούσε να ανακαλύψει τι της ταιριάζει περισσότερο. Για παράδειγμα, κέρδισε μετά βαΐων, κλάδων και διθυράμβων από τους κριτικούς το στοίχημα του «Impossible Princess», ωστόσο, όπως εξήγησε αργότερα σε αυτό δεν αισθανόταν ο εαυτός της. Απλώς προσπαθούσε να βρει τη θέση της μεταξύ των Bjork, Tricky και Garbage που οδηγούσαν την κούρσα εκείνης της εποχής.
Τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις, ευτυχώς εξαφάνισε η ωριμότητα των 50 της χρόνων (ναι, διανύει την 6η δεκαετία της ζωής της). Το «Golden» του 2018 σηματοδότησε την επιστροφή της στη σύνθεση και αναπλήρωσε το κενό 2010-15 στο οποίο παρέμεινε ενεργή δισκογραφικά, αλλά κάπως στάσιμη στα αυτιά μας. Το μόνο που δε μπορεί κανείς να της προσάψει είναι πως έκανε πρόχειρες δουλειές. Από όταν η τεχνολογία μπήκε δυνατά στο παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας, χωρίς ίχνος προκλητικότητας τύπου Madonna ή φωνητικής επίδειξης α λα Mariah Carey, ό,τι κι αν φτιάχνει μόνο καθ᾽όλα άρτιο μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Εύκολα λοιπόν, φτάσαμε στο 2020 και στο lockdown άλμπουμ της, «Disco». Κυκλοφόρησε στις 6 Νοεμβρίου και εφόσον «χτυπήσει» πρωτιά στις πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα γίνει η καλλιτέχνης με 5 διαδοχικούς νο 1 δίσκους – το εν λόγω ρεκόρ κατέχει μέχρι σήμερα ο αείμνηστος David Bowie. Αν κρίνω επίσης από τη live streaming συναυλία της «Infinite Disco» (07/11), τότε η Kylie πρέπει επιτέλους να εξαργυρώσει το γεγονός ότι α. (ξανα)αφουγκράστηκε τη δίψα του κοινού για νοσταλγικά (electro) disco tunes, β. προσάρμοσε την εν λόγω ανάγκη στα δικά της μουσικά δεδομένα, γ. ήρθε η ίδια στα σπίτια μας εν μέσω πανδημίας.
Το «Infinite Disco» σόου της, που streamαρίστηκε live σε 4 χρονικές ζώνες (Λονδίνου, Παρισιού, Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες), χώρεσε 50 λεπτά αυθεντικού «Magic» και πιστοποίησε πως, αν κάποια δικαιούται να μιλάει για γνήσια, σύγχρονη disco στη μουσική βιομηχανία αυτή είναι μόνο η ίδια. Παρακολούθησα το live όρθια, χωρίς ίχνος αλκοόλ και δεν έκατσα ούτε δευτερόλεπτο. Ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να μείνω ακίνητη όταν η disco diva συνέδεε με τέτοια μαεστρία τις μεγαλύτερές της επιτυχίες με τις καινούργιες ή με all time classic ύμνους όπως το «Love to Love You Baby» της Donna Summer μέσω ευφάνταστων mash ups.
KYLIE FREAKING MINOGUE BABY!!! pic.twitter.com/NJ1NiGLWld
— piercey (@piercespears) November 8, 2020
To setlist της περιείχε 17 τραγούδια από τα οποία μου έλειψαν τα «Spinning Around» και «Better The Devil You Know», αλλά ήταν τόσο «γεμάτο» που δε γίνεται να την ψέξεις κιόλας. Τα δε visuals του στο μεταξύ, δημιουργήθηκαν από την ίδια, την creative director Kate Moross και τη σκηνοθέτιδα Sophie Muller.
Προσωπικά, από το νέο της υλικό ξεχώρισα το πρώτο single «Magic» και το «Real Groove». «Παραφωνίες» δεν εντόπισα· ίσα ίσα που ήταν όλα αριστοτεχνικά μελετημένα: οι χορογραφίες δεν επισκίαζαν την performer ούτε την ερμηνεία της, το outfit, το χρυσό αυτό jumpsuit ήταν αρκούντως λαμπερό και η Kylie περνούσε με φυσική συνέχεια από το ένα κομμάτι στο άλλο σα να είχε καταπιεί μια λίστα φτιαγμένη για να ξεβιδωθούμε με τις πυτζάμες μας στο σαλόνι χωρίς ντισκομπάλα. Jay Kay και Daft Punk ζήλεψαν στην τοποθεσία Spotify.
Ο στόχος να «ταξιδεύσει τους φανς της μέσα στη φαντασία της σε μία άλλη διάσταση», όπως περιέγραφε η προαναγγελία του livestream επετεύχθη στο έπακρο: σε μία κατά βάση σκοτεινή χρονιά, εκείνη βρήκε το φως. «Do You Believe In Magic», ρώτησε στο ξεκίνημα του Infinite Disco livestream. H μικροσκοπική θεά με το υψηλότερο από ποτέ, μουσικό ανάστημα, μας κλείνει το μάτι.