Το βιβλίο ήρθε στα γραφεία του περιοδικού ένα μήνα περίπου πριν. Κάτι στο εξώφυλλο (ο περιστρεφόμενος Δερβίσης; Τα ζώα; Το σκάφανδρο;) με έκανε να το ανοίξω. Δύο αράδες χρειάστηκαν για να μαγευτώ. Ένας ζωγράφος πάει να πολεμήσει στον μικρασιατικό πόλεμο, ένας άνδρας που μαστιγώνει τη θάλασσα, ένας παπάς που πιστεύει στους παλιούς θεούς, κατατρεγμένοι Έλληνες πρόσφυγες στη Φλόριδα, ένα λευκό παρασημοφορημένο άλογο, ένας σφουγγαράς που θα κάνει τα πάντα για να σώσει τον πατέρα του, ένα σκιάχτρο με κίτρινο ζωνάρι, γυναίκες η ομορφιά των οποίων τούς στοιχίζει τη ζωή, φίδια που κρύβονται σε μαξιλαροθήκες, αντάρτες πόλης με αϋπνίες και κουτσοί λυκάνθρωποι είναι μερικοί από τους ήρωες στις 16 ιστορίες στην Αποδοχή Κληρονομιάς.
Όταν το τελείωσα, δυο μέρες μετά πλάι στη θάλασσα, ήμουν σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο με την πλούσια μπολιασμένη με ντοπιολαλιές γλώσσα θα συζητηθεί και θα αγαπηθεί πολύ και ότι ίσως να το δούμε και να βραβεύεται όπως σίγουρα του αξίζει. Δεν ήξερα τον συγγραφέα του, τον 37χρονο Ανδρέα Νικολακόπουλο, οπότε τον αναζήτησα και κάναμε αυτή την κουβέντα.
Τι σας οδήγησε το Λονδίνο, τι αποκομίσατε από την (εργασιακή) εμπειρία σας εκεί;
Στο Λονδίνο κυριολεκτικά με οδήγησε η μαγειρική, μα πολύ νωρίτερα με είχαν οδηγήσει νοητά οι μουσικές που άκουγα, οι τάσεις φυγής που είχα από την Ελλάδα και μια έμφυτη αγάπη που δεν ξέρω πότε ξεκίνησε για την Αγγλική επαρχία και τη Βικτωριανή αρχιτεκτονική. Όσον αφορά το τι αποκόμισα από την εργασιακή μου εμπειρία οφείλω να παραδεχτώ πως η μαγειρική σε εκείνο το επίπεδο που στόχευα και δούλευα με έμαθε τρία πράγματα. Πρώτον πως δεν υπάρχει κανένα μυστικό πέρα από τη σκληρή δουλειά, τη σύνεση, τη σοβαρότητα και τη συνέπεια. Δεύτερον πως το πιο σημαντικό από όλα είναι το πόσα είσαι διατεθειμένος να χάσεις και τρίτον πως η πειθαρχία κρύβει μέσα της πολύ ελευθερία. Ακόμα και μια επανάσταση ενάντια στην πειθαρχία να θες να ξεκινήσεις, χρειάζεται να πειθαρχήσεις και να οργανωθείς για να την κάνεις.
Υπάρχει ποίηση στη γραφή σας, σαν να ακούω τα δημοτικά τραγούδια και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στο βάθος πίσω από τις λέξεις. Ήταν στυλιστική επιλογή αυτό, ή κάτι που προέκυψε από την ανατροφή σας;
Νομίζω πως η αγάπη μου για τον Όμηρο και ίσως τα δημοτικά τραγούδια που άκουγαν και χόρευαν οι πρόγονοί μου έπαιξαν από ό,τι φαίνεται υποσυνείδητα κάποιο ρόλο. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση στυλιστική επιλογή μα έβγαινε πάντα με μια ευκολία όταν καθόμουν να γράψω με αποτέλεσμα πολλές φορές να παλεύω να το κόψω και να το αφαιρέσω από το κείμενο.
Ποια είναι η σχέση σας με την ελληνική παράδοση;
Δεν ξέρω τι χωράει μέσα η έκφραση ‘’Ελληνική παράδοση’’. Αν Ελληνική παράδοση είναι τα λαογραφικά μουσεία, οι παραδοσιακοί χοροί στις πλατείες με τις φορεσιές και τους συλλόγους και άλλα τέτοια τότε η σχέση μου είναι ανύπαρκτη. Αν Ελληνική παράδοση ορίζεται ο περασμένος τρόπος ζωής, διασκέδασης και μόχθου των προγόνων μου μαζί με τις δεισιδαιμονίες και τα λαϊκά τους έθιμα, τότε με αφορά η παρατήρηση και ενίοτε η συνέχιση αυτής της παράδοσης.
Ένας σεφ που γράφει λογοτεχνία, δεν είναι κάτι που απαντάται συχνά στα ελληνικά γράμματα. Πώς αποφασίσατε να γίνετε σεφ;
Νομίζω πως με έπιασε όμηρο η Μαγειρική και από τότε έπαθα το σύνδρομο της Στοκχόλμης αρνούμενος να ελευθερωθώ ακόμα και όταν πληρώθηκαν τα λύτρα. Το ίδιο τείνει να συμβεί και με τη Γραφή.
Η ανάγκη να γράψετε πότε γεννήθηκε; Ήταν μία φωνή που την ακούγατε από μικρός ή προέκυψε στην ενήλικη ζωή;
Η ανάγκη να γράψω γεννήθηκε μέσω Μαγειρικής. Είχα ένα μπλογκ που έγραφα μαγειρικές ιστορίες από το υπογάστριο των κουζινών και όχι στυλιζαρισμένες και λουστραρισμένες. Εκεί παρατήρησα πως η γραφή παρότι αρκετά ωμή και ακατέργαστη είχε μέσα της μια μουσικότητα και ένα συγκινησιακό ύφος. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, αποφάσισα να σώσω στο χαρτί ιστορίες χαρακτήρων κοντινών μου ή φανταστικών δίνοντας τους την ευκαιρία να σηκώσουν και εκείνοι ανάστημα μια φορά και να πουν ό,τι δεν τους άφησαν να πουν όσο ζούσαν.
Παρόλες τις χωροχρονικές αποστάσεις ανάμεσα στις ιστορίες σας, υπάρχει ένα αόρατο νήμα. Τι είναι αυτό που τις ενώνει ακριβώς;
Το ορατό σε όλους νήμα είναι το ότι μιλάμε πάντα για ιστορίες ανθρώπων ή ζώων μερικές στιγμές πριν φύγουν από τον κόσμο. Το αόρατο νήμα είναι ότι κάθε φορά που γράφω ένα διήγημα, είτε περιέχει μέσα μεγάλα ιστορικά γεγονότα ή ασήμαντες καθημερινές ιστορίες, σκέφτομαι πάντα το ίδιο χωράφι, τα ίδια δέντρα και το ίδιο μέρος που έπαιζα μικρός.
Θέλετε να μιλήσετε για την καταγωγή σας; Λόγω της δικής μου καταγωγής, από την Αρκαδία, με ξάφνιασε πολύ ευχάριστα που διάβασα σε ένα διήγημα τη γλώσσα των Τσακώνων και αναρωτιέμαι πώς τη βρήκατε, πώς τη διαλέξατε.
Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα στο Αίγιο. Οι πρόγονοι μου κατάγονταν από ένα χωριό στα δεκαέξι χιλιόμετρα από την πόλη με το όνομα Πυργάκι και με θέα από τα χωράφια του τη θάλασσα. Άλλο ένα μικρό κλασσικό χωριό της Πελοποννήσου όπου οι άνθρωποι ασχολούνταν με σταφίδες. Κι αυτός ήταν ο λόγος που άνθιζε και μαράζωνε πολλές φορές στο χρόνο. Δεν είμαι Τσάκωνας μα θυμάμαι τους γεροντότερους στο χωριό μου παλιά κάθε που γίνονταν πανηγύρι του Σωτήρος να χορεύουν τσακώνικα τραγούδια. Διάλεξα λοιπόν να αποτίσω ένα φόρο τιμής στους Τσάκωνες μα και στους Αρβανίτες στο διήγημα Ασημοκεντήστρα για να μην ξεχαστεί πόσο σημαντικό είναι να μην ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους από την καταγωγή, το φύλο, τη γλώσσα και κατ’ επέκταση το χρώμα και τη θρησκεία. Όλοι έχουμε μέσα μας λίγο από όλους.
Στον Θεό 92 μιλίων μπλέκετε δύο πράγματα που μοιάζουν να είναι μεγάλες σας αγάπες, τη μυθολογία και τις μοτοσυκλέτες. Έτσι είναι; Πως γεννιούνται αυτές οι αγάπες και πως υπάρχουν στη ζωή σας έκτοτε;
Στον Θεό 92 μιλίων προσπάθησα να εκσυγχρονίσω το μύθο σχετικά με την Αφροδίτη, τον Ήφαιστο και τον Άρη. Η αγάπη για τη Μυθολογία και την Ιστορία ξεκίνησε μόλις έμαθα ανάγνωση και κρατάει ακόμα. Με ενθουσίαζε πάντα η συμμετοχή των ανθρώπων στους μύθους, ανάμεσα στους θεούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μοτοσυκλέτες. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ οι γρήγορες μηχανές και η ταχύτητα. Αντίθετα με γοήτευαν οι παλιές μοτοσυκλέτες περασμένων δεκαετιών που απαιτούταν τη συμμετοχή του ανθρώπου στη λειτουργία τους και, στις ημέρες μας, η αναβίωση μιας εποχής περασμένης ανεπιστρεπτί. Νομίζω πως και στη μυθολογία και στις μοτοσυκλέτες με ενδιαφέρει ο άνθρωπος που βουτάει τα χέρια του μέσα και γίνεται μέρος του μύθου.
Από όλους αυτούς τους αλλόκοτους, συχνά καταραμένους ανθρώπους με κακό τέλος, ποιον θα κάνατε παρέα; Ποιός έμεινε πιο πολύ καιρό μαζί σας καθώς γράφατε το βιβλίο (άνθρωπος ή ζώο;)
Όλοι οι χαρακτήρες πέρασαν το χρόνο τους μέσα μου πριν γεννηθούν και όλοι κατά καιρούς ξαναγυρνάνε. Νομίζω πως με κανέναν δεν θα άντεχα να περάσω αρκετό καιρό μαζί πέραν του Φροίξου από το διήγημα ‘’του Λύκου” και του Τρωγλοδύτη.
Με τα ζώα τι σχέση έχετε;
Νομίζω τη μόνη σχέση που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος. Σχέση αγάπης και σεβασμού. Έχω ένα σκύλο με το όνομα Ρόρυ που είναι μεγάλος μου δάσκαλος στα θέματα αφοσίωσης, αλτρουισμού και ανιδιοτελούς αγάπης.
Μου φαίνεται πως ο τίτλος Αποδοχή Κληρονομιάς αγκαλιάζει όλες τις ιστορίες με έναν τρόπο προσωπικό σαν ο δημιουργός τους να αποδέχεται γράφοντάς τες το παρελθόν και τους προγόνους του, όλα αυτά που τον έκαναν αυτό που είναι. Από τι είστε φτιαγμένος λοιπόν, ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης;
Ως άνθρωπος είμαι φτιαγμένος από σκληρή δουλειά, από σεβασμό φερμένο από πολλές γενιές πίσω και από μια κοχλάζουσα οργή επιμελώς καλυμμένη και σκεπασμένη με χειραψίες και χάπια για στομαχικές διαταραχές.
Τι σας έμαθαν τα βουνά, στα οποία τόσο πολύ αγαπάτε να επιστρέφετε;
Με έμαθαν πως κάτι γνώριζαν οι περισσότερες χαμένες και παλιές θρησκείες που έβαζαν τους θεούς τους σε θρόνους επάνω στις βουνοκορφές πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Τα βουνά σε μαθαίνουν να πατάς μέχρι εκεί που ξέρεις ότι δεν θα κυλήσεις στα βράχια και σου υπενθυμίζουν το ασήμαντο του μεγέθους σου. Ο Χάξλεϋ έλεγε πως θεωρούσε έναν περίπατο στα βουνά ισοδύναμο με το να πηγαίνεις στην εκκλησία και ο Χάντερ Τόμσον το είχε θέσει πιο όμορφα λέγοντας πως στην κορυφή του βουνού είμαστε όλοι λευκές τίγρεις. Αυτά τα δύο με καλύπτουν απόλυτα.