Γεννήθηκες στην Αθήνα και την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν η χώρα απολάμβανε διεθνή προβολή και ζούσε σε μία πλαστή ευμάρεια ήσουν 10 χρονών. Τι θυμάσαι από εκείνες τις ημέρες; Αισθάνεσαι ότι ζεις σήμερα σε μια άλλη χώρα;
Η αλήθεια είναι πως η Αθήνα των Ολυμπιακών αγώνων είχε μια ιδιαίτερη αίγλη για ένα παιδί δέκα χρονών. Θυμάμαι καθαρά το καλοκαίρι στο μπαλκόνι να βλέπουμε την έναρξη των Ολυμπιακών με θείες, θείους και ξαδέρφια. Να πανηγυρίζουμε με φίλους στις αλάνες για το Euro το 2004 και να χορεύομε για μήνες με τα τραγούδια της Eurovision του 2005. Για μένα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα να αποδεχτώ τη μετέπειτα έλλειψη της τότε επιφανειακής ευμάρειας, καθώς μεγάλωσα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν ακολούθησε αυτόν τον τρόπο ζωής. Αυτό που με δυσκόλεψε – και πιθανώς με δυσκολεύει ακόμα- είναι να αποδεχτώ ότι έχω επηρεαστεί από μια ποπ κουλτούρα. Πίστευα ότι μεγαλώνοντας δεν θα έβλεπα καθόλου τηλεόραση, ότι δεν θα μου άρεσε η πιο εμπορική μουσική, ότι θα διάβαζα πολλά βιβλία πολύ συχνά. Όμως δεν είμαι έτσι, δεν είμαι όπως οι γονείς μου. Από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα, πιστεύω πως άλλαξε πολύ το πολιτιστικό προσκήνιο, στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Αισθανόμουν λοιπόν ότι πάντα υστερούσα -και υστερούσαμε ως γενιά σε σχέση με τις προηγούμενες- καθώς ποτέ δεν είδα παράσταση σκηνοθετημένη από τον Κουν, ποτέ δεν είδα το Χατζιδάκι σε συναυλία. Έχω όμως αποδεχτεί και αγαπήσει αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα της γενιάς μου.
Αδιαμφισβήτητα, η Ελλάδα- κι ο κόσμος γενικότερα- έχει αλλάξει και πέρα από τη βασικότατη οικονομική δυσπραγία των τελευταίων χρόνων, το πολιτιστικό πλαίσιο είναι επίσης αρκετά διαφορετικό.
Σπούδασες Αγγλική φιλολογία και στο πρώτο σου βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Τα φτερά του κόκκορα» (εκδ. Αλεξάνδρεια), χρησιμοποιείς συχνά το μυτιληνιό ιδίωμα. Πώς ήρθες σε επαφή μαζί του και τι σε έκανε να το διαλέξεις;
Μετακομίσαμε στη Λέσβο όταν ήμουν 10, μέχρι τότε ζούσαμε στην Αθήνα. Οπότε μου ήταν πολύ
ενδιαφέρον να παρατηρώ τη διαφορά στη διάλεκτο, στον τόνο της φωνής, στην προφορά των ήχων. Επίσης, κάποιες παιδικές μου φίλες είναι Ελληνοαμερικάνες και κάπως μαζί τους ξεκίνησα να επικοινωνώ στα αγγλικά από μικρή ηλικία. Έτσι μου δημιουργήθηκε ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τη γλώσσα, τις γλώσσες και εντέλει τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης. Το μυτιληνιό ιδίωμα εκτός του ότι μου είναι οικείο μου φαίνεται εξαιρετικά πλούσιο, όπως βέβαια και το κάθε ιδίωμα. Αν σκεφτεί κανείς μόνο ότι υπάρχουν λέξεις που δεν αποδίδονται στα αστικά ελληνικά αυτολεξεί. Αυτό και μόνο δίνει μια μοναδικότητα στην επικοινωνία των ανθρώπων του κάθε τόπου.
Δώδεκα διηγήματα με κεντρικά πρόσωπα γυναίκες. Τι σε έστρεψε στην αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας στην ελληνική κοινωνία και πως άντλησες πληροφορίες για περασμένες δεκαετίες;
Η γυναικεία ταυτότητα με ενδιέφερε από μικρή ηλικία. Σίγουρα αυτή η αναζήτηση είναι εν μέρει αναζήτηση και της δικής μου ταυτότητας. Όμως μεγάλο μέρος των πληροφοριών που έχουμε για την εκάστοτε γυναικεία ταυτότητα μέσα στην ιστορία έχει περάσει σε μας μέσα από την αντρική οπτική κι αυτό ακριβώς είναι που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Πώς δηλαδή μπορούμε να κατανοήσουμε τις γυναίκες πριν από μας αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς μας όταν οι αφηγήσεις που μας περιβάλλουν είναι πατριαρχικές;
Ήταν πολύ εύκολο να αντλήσω πληροφορίες για περασμένες δεκαετίες. Σε πολλά επαρχιακά μέρη υπάρχει ακόμα αυτή η προγονική θα έλεγα συνήθεια της αφήγησης ιστοριών για τα περασμένα χρόνια. Έτσι από μικρή άκουγα από τη γιαγιά, τη θεία ακόμα και τους γονείς μου, ιστορίες για τη γυναίκα που έμενε μόνη της σε μια παράγκα και ήξερε από βοτάνια, για τη ζητιάνα της γειτονιάς, για την τότε νεαρή κοπέλα που έφυγε στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή.
Τι έμαθες ενώ έγραφες τα διηγήματά σου για τη θέση της γυναίκας στην ελληνική επαρχία;
Δεν ξέρω αν έμαθα κάτι τελείως καινούριο καθώς μπήκα στη διαδικασία να γράψω τα διηγήματα για να εκφράσω κάποιες απόψεις και ιδέες που είχα ήδη στο μυαλό μου. Όμως σίγουρα μου έγινε αρκετά ξεκάθαρο το πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η κοινωνία -επαρχιακή και μη- όχι μόνο με τις γυναίκες αλλά και με κάθε άτομο που μπορεί να μην έχει κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ισχύ. Η γυναίκα στην επαρχία, κυρίως του παρελθόντος βέβαια, δεν είχε τη δυνατότητα να διαλέξει τη δική της ταυτότητα. Η θέση της ήταν αρκετά προκαθορισμένη -ανάλογα και με την κοινωνική της τάξη βέβαια- και οι επιλογές για τη ζωή της δεν μπορούσαν να αποκλίνουν απ’ αυτές που η κοινωνία πρόσταζε. Από την άλλη βέβαια, μέσα από τις διάφορες αφηγήσεις που έχω ακούσει, συχνά παρουσιάζονται γυναίκες ως αρκετά δυναμικές, ανεξάρτητες και που «κάνουν κουμάντο». Κατ’ εμέ όμως πρόκειται για μια φαινομενική ανεξαρτησία καθώς συνήθως τέτοιες γυναίκες είχαν απλώς περισσότερες ευθύνες από τους άντρες τους, όχι όμως και την αντίστοιχη ελευθερία στις επιλογές τους.
Από τι πιστεύεις ότι εξαρτάται η αλλαγή στη δομή μίας κοινωνίας;
Ίσως και η πιο δύσκολη ερώτηση μέχρι τώρα. Όχι τόσο επειδή δεν μπορώ να απαντήσω αλλά περισσότερο επειδή δεν μπορώ να απαντήσω εν συντομία. Θεωρώ πως η δομή της κοινωνίας εξαρτάται εν πολλοίς από τον τρόπο διαχείρισης της οικονομίας της. Βέβαια, πώς αυτός ο τρόπος μπορεί να αλλάξει και προς τα ποια κατεύθυνση είναι μια αρκετά μεγάλη συζήτηση. Εκτός αυτού βέβαια η παιδεία- χωρίς να εννοώ φυσικά μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα- και η ποιότητα του πολιτιστικού επιπέδου, επηρεάζουν τη δομή μιας κοινωνίας.
Για να αλλάξει ο τρόπος που βλέπουν οι άλλοι τις γυναίκες, μήπως πρέπει πρώτα να αλλάξει ο τρόπος που εκείνες βλέπουν τον εαυτό τους;
Πόσο εύκολο είναι να αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου όταν υπάρχεις μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθεί να σε πείσει να δείχνεις πιο νέα ή πιο λεπτή; Για να αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο –έστω και αν είναι μικρής εμβέλειας, όπως οι φίλες, η οικογένεια, μια φεμινιστική οργάνωση για να μην αναφερθώ σε μεγαλύτερους φορείς όπως το εκπαιδευτικό σύστημα- που να μας στηρίζει. Δεν είναι εφικτό νομίζω να αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τους εαυτούς μας αν δεν κατανοήσουμε το πόσο πολύ επηρεαζόμαστε από το κοινωνικό σύνολο και αν δεν υποστηρίζουμε η μία την άλλη σ’ αυτήν την αλλαγή.
Νιώθεις ότι ακόμη και σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά (καλύτερα;) για τις γυναίκες στα αστικά κέντρα από ότι στην επαρχία;
Πιστεύω πως ναι. Δυστυχώς δεν συμβαδίζουν επαρχία και αστικά κέντρα όσο αφορά την υποχώρηση πατριαρχικών αντιλήψεων.
Ποια είναι η σχέση σου με το φεμινισμό;
Αρχικά, θα ήθελα να αναφέρω -χωρίς να γίνομαι κουραστική- πως υπάρχουν διάφορα ρεύματα και ήδη φεμινισμού. Ο φεμινισμός από μόνος του είναι μια πολύ ευρεία έννοια αλλά θα χρησιμοποιήσω τον συγκεκριμένο όρο για χάρη ευκολίας στην προκειμένη. Νομίζω πως ο φεμινισμός είναι ο τρόπος να βρω τη δική μου γυναικεία φωνή μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία, να καταλάβω τον εαυτό μου, να δικαιολογήσω τις φοβίες μου αλλά και να αναγνωρίσω τις διεκδικήσεις μου και τις διεκδικήσεις άλλων γυναικών.
Η ενηλικίωση, ο φυλετικός ρατσισμός, η μοναξιά της τρίτης ηλικίας είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεσαι στα διηγήματά σου. Ποιο ήταν αυτό που σε απασχολεί περισσότερο;
Νομίζω πως ο φυλετικός ρατσισμός αλλά και ο κάθε είδους ρατσισμός με απασχολεί περισσότερο από τα προαναφερθέντα θέματα. Η γενικότερη τάση της εκάστοτε κοινωνίας να επιλέγει απροβλημάτιστα ‘αδύναμες’ ομάδες και να τις εξοστρακίζει με απασχολεί αρκετά, και ιστορικά ή γνωσιακά αλλά και σε πιο πρακτικό επίπεδο, στην καθημερινή μου ζωή.
Πως σου φαίνεται η περιπέτεια της γραφής; Θα συνεχίσεις σε αυτό το ταξίδι;
Η γραφή για μένα σημαίνει δημιουργία ιστοριών. Και η δημιουργία ιστοριών μού είναι τόσο οικεία, καθώς πριν ακόμα πάω σχολείο είχα ως παιχνίδι με τους γονείς μου, κυρίως με τον πατέρα μου, να φτιάχνουμε μαζί ιστορίες. Όταν έμαθα να γράφω. γέμιζα σελίδες με τεράστια γράμματα και μικρές ιστορίες, αργότερα προσπαθούσα να βρίσκω αστείους χαρακτήρες και να μιλάω γι’ αυτούς. Στο γυμνάσιο έστελνα διηγήματα σε διαγωνισμούς και στο Λύκειο είχα δημιουργήσει κάποιες μικρές συλλογές. Η δημιουργία και η γραφή ιστοριών είναι κομμάτι της ταυτότητας μου και νομίζω πως θα συνεχίσει να είναι.
Ποιοι συγγραφείς σε επηρέασαν και ποιες αληθινές γυναίκες σε ενέπνευσαν και σε εμπνέουν;
Τα θεατρικά έργα και ο λόγος του S. Beckett, η θεματολογία και η δύναμη της γραφής της Emily Dickinson, η απλότητα στην ομορφιά του Παπαδιαμάντη αλλά και νέοι συγγραφείς με το έργο τους και την οπτική τους για ιστορικά ή μη γεγονότα όπως ο Δ. Παπαμάρκου και η Β. Στεργίου.
Οι γυναικείες φιγούρες που θαυμάζω είναι αρκετές. Από την Angela Davis και τη Maya Angelou μέχρι τη μητέρα μου, την καθηγήτρια μου στο λύκειο, στη σχολή. Βέβαια, άξια θαυμασμού είναι κάθε γυναίκα -και κάθε άνθρωπος εν γένει- που καταφέρνει να επιβιώνει και να ξεπερνά τις δυσκολίες μέσα στις αντίξοες συνθήκες της κοινωνία χωρίς να χάνει τις αξίες και τα ιδανικά της.