Η απομαγνητοφώνηση τεσσάρων ωρών συζήτησης με τον Χρήστο Χωμενίδη θα μπορούσε να γεμίσει, με σχόλια και παραπομπές, τις σελίδες ενός βιβλίου ή να γίνει αφορμή για να γραφτούν μερικά.
Αθηναίος, γόνος αριστερής οικογένειας από την οποία δεν έλειπαν οι δεξιές παραφωνίες, άνθρωπος με παιδεία (και δεν εννοώ απλώς τις σπουδές του στη Νομική) και μία ασίγαστη περιέργεια που τον οδηγεί στη ζωή και στη συγγραφή βιβλίων («με ιντριγκάρουν τα πάντα», θα μου πει, «σήμερα, για παράδειγμα, εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που ο Γιώργος Καπλανίδης μπορεί να διαβάσει έναν άνθρωπο, να δει το κύμα που αυτός δημιουργεί, την αύρα του μέσα σε 30 δευτερόλεπτα»), πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος, αθεράπευτα αισιόδοξος και έτοιμος να μιλήσει για τα πάντα.
Αυτός είναι ο Χωμενίδης που συναντώ ένα βράδυ στο Παγκράτι με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ο Βασιλιάς της», το βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις βγήκαμε από την καραντίνα και που το βρήκα απολαυστικό και, κατά τη γνώμη μου πάντα, το καλύτερό του μέχρι σήμερα. Είναι ένα prequel της Ιλιάδας με πολλά στοιχεία επινοημένα από τον ίδιο, ο «Βασιλιάς Της» («με έμφαση στο “Της”») είναι ο Μενέλαος («ένας καλός άνθρωπος, χορτάτος, που τον έκανα κοκκινομάλη για να είναι διαφορετικός επί τη εμφανίσει») και εκείνη είναι βεβαίως η Ωραία Ελένη.
Μιλήσαμε και για τα δύο προηγούμενα βιβλία του που συζητήθηκαν, αγαπήθηκαν και βραβεύτηκαν, τη “Νίκη” και τον “Φοίνικα” («θεώρησα ότι θα μπορούσα να αλλάξω επάγγελμα μετά από τον “Φοίνικα” ), το αγαπημένο του σχολείο, το Κολλέγιο Αθηνών, που το αγάπησε «και για τον τρόπο που εκείνο αγάπησε τα μαύρα του πρόβατα», το σχολείο που κάποτε το αποκαλούσαν «άντρο Βενιζελοκομουνιστών» και όπου επί Χούντας τυπώνονταν οι προκηρύξεις του «Ρήγα Φεραίου», της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Σε ένα φανζίν αποφοίτων του Κολλεγίου δημοσίευσε άλλωστε το πρώτο του διήγημα, στο «Κοντροσόλ στο χάος» του Αλέξη Μπίστικα και του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Μιλήσαμε και για τις γυναίκες της ζωής του φυσικά, τη μητέρα του τη Νίκη, τη συνονόματη εγγονή της («έχει τα μαλλιά μου και τα μυαλά μου», τη μαμά της, επίσης συγγραφέα Αλεξάνδρα Κ, τη σύντροφό του τα τελευταία πέντε χρόνια, ηθοποιό Γωγώ Μπρέμπου. («Είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος η Γωγώ, ντρέτος, ευθύς. Είναι πολλές οι πλευρές της που θαυμάζω. Είναι μία Μπουμπουλίνα, μία πραγματική σοσιαλίστρια, που μπαίνει στη θέση του άλλου για να τον βοηθήσει. Με συγκινεί βαθιά αυτό). Μιλήσαμε ακόμη για το πέρασμα του χρόνου («Θα σου πω τι συμβαίνει στους ανθρώπους όσο μεγαλώνουν, είναι το ίδιο που τους συμβαίνει με τις γεύσεις. Όσο είμαστε παιδιά αναζητούμε βασικές γεύσεις πάρα πολύ έντονες. Δεν σ’ αρέσουν οι αποχρώσεις γιατί δεν τις καταλαβαίνεις. Μεγαλώνοντας μαθαίνεις να τις αναγνωρίζεις και να τις εκτιμάς»), τους μπαμπάδες μας (ο Χωμενίδης έχασε τον δικό του πολύ νωρίς, στην αρχή της εφηβείας), μέχρι και Μίκη Θεοδωράκη τραγουδήσαμε, τον Λεβέντη («Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα, τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια, με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια, λεβέντης εροβόλαγε»).
Στο τέλος της βραδιάς με λυπήθηκε («έχω κάνει πολύ απομαγνητοφώνηση στη ζωή μου και ξέρω»), μου επισήμανε ότι τρεις τεκίλες ισούνται με ένα μπουκάλι κρασί θερμιδικώς και μου είπε κι άλλα πολλά που δεν θα τα γράψω, αλλά θα γίνονταν ένα πολύ ωραίο επεισόδιο στη σειρά Sex Education.
Αν έπρεπε να του δώσω μία θέση στον Τρωικό πόλεμο θα του χάριζα τον ήρωα που διάλεξε να δικαιώσει: Τον Μενέλαο, όχι της ελληνικής μυθολογίας, αλλά τον δικό του, έναν ήρωα ικανό να κερδίσει ακόμη και την ωραία των Ωραίων επειδή ήταν αληθινά διαφορετικός.
Στο διπλανό τραπέζι και παντού γύρω μας συζητούν για τις λεπτομέρειες της επίθεσης με βιτριόλι που απασχολεί την κοινή γνώμη εδώ και μία εβδομάδα.
Αν γίνει ένα τρομερό δυστύχημα, όλοι θα τρέξουμε να δούμε. Φτύνουμε τον κόρφο μας, λέμε «πάλι καλά, εμείς στεκόμαστε στα πόδια μας». Αυτό που έγινε με το βιτριόλι ήταν φρικιαστικό, αλλά δεν είναι και κομματάκι νοσηρό που ασχοληθήκαμε όλοι τόσο πολύ; Το ανατριχιαστικό μας έλκει όσο και το υπέροχο, ίσως και λίγο παραπάνω.
Σκέφτηκα τώρα τη σκηνή στο βιβλίο που ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα.
Προσπάθησα να γίνω το μάτι του πολεμικού ανταποκριτή όταν την έγραφα. Αφού πήρα την απόφαση να συμβούν όλα σχεδόν τα σημαντικά γεγονότα της Ιλιάδας μέσα σε μία μέρα, η οικονομία της αφήγησης δεν μου επέτρεπε να κάνω κάτι διαφορετικό.
Η σκληρότητα της σκηνής μου θύμισε το Game of Thrones.
Αυτό μου το είπε και η κόρη μου.
Δεν ξέρω τι με ξαφνιάζει πιο πολύ, το ότι έχει δει Game of Thrones ή το ότι έχει διαβάσει το βιβλίο σου ένα δεκάχρονο!
Όχι, δεν έχει διαβάσει τον «Βασιλιά Της» η Νίκη, αλλά παίζει στο βιβλίο με έναν τρόπο, είναι η Ερμιόνη. Στο προηγούμενο βιβλίο στον Φοίνικα, έχω μία σκηνή (είδες, λέω «σκηνή», το βλέπω κινηματογραφικά το βιβλίο) με την Ελένη, την κόρη του Κερκινού -του Σικελιανού δηλαδή- που την πρόβαρα με τη Νίκη. Είναι ένας διάλογος πατέρα κόρης που το κοριτσάκι καταλήγει να του λέει, «εφόσον εγώ βγήκα απ’ όλα αυτά τα παλαβά που κάνατε, καλώς τα κάνατε». Έτσι και στον «Βασιλιά Της», συζητήσαμε κάποιες σκηνές με τη Νίκη.
Την ωραία Ελένη από τι υλικά την έπλασες; Γιατί αποφάσισες να την κάνεις αγρίμι;
Έτσι είναι η Ελένη στα μάτια του Μενέλαου. Την εμπνεύστηκα από τις παραλογές και τα δημοτικά τραγούδια τα οποία διαβάζω και ακούω πάρα πολύ. «Ήτανε 12 χρονών και ήλιος δεν την είδε». Η ίδια δεν θέλει να είναι εγκλωβισμένη μέσα στην ταυτότητα της «Ωραίας», γι’ αυτό και στην αρχή του βιβλίου επιχειρεί να σπάσει τη μύτη και τα δόντια της. Είναι ένα πανέξυπνο αγρίμι που την παρασύρουν και την πείθουν να γίνει βασίλισσα ο Μενέλαος και ο δαιμόνιος Οδυσσέας. Αν και Ιθακήσιος ο Οδυσσέας, είναι -στο δικό μου το βιβλίο- απ’όλα τα Επτάνησα, Κεφαλλονίτης στην παλαβομάρα, Κερκυραίος στη φυσική ευφυία και χάρη… Μιλάει τραγουδιστά, μπορεί να μεταμορφώσει όποιο κορίτσι βρεθεί μπροστά του στην ωραία των ωραίων με τα λόγια του. Είναι γεννημένος συγγραφέας.
Άρα ταυτίζεσαι μαζί του πιο πολύ από ό,τι με τον Μενέλαο;
Ταυτίζομαι με όλους τους ήρωες εκτός από τον Αγαμέμνονα.
Διάβασες πολύ για τη ζωή στην αρχαιότητα πριν γράψεις αυτό το βιβλίο;
Ευτυχώς που έχω πολύ δυνατή μνήμη και διαβάζω και τα πάντα. Ήξερα πράγματα και τα τσέκαρα.
Αυτό που λέγανε ότι ο 40χρονος ήταν γέρος στην αρχαιότητα είναι ψέμα. Ο Σοφοκλής έζησε 100 χρόνια. Ο Σωκράτης εξετελέσθη, ήπιε το κώνειο, 70 ετών και είχε νεογέννητο παιδί. Ο Λεωνίδας ήταν 60. Οι Αθηναίοι γίνονταν πολίτες και αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου στα 30. Θα το έκαναν αυτό αν περίμεναν να πεθάνουν στα 40; Νομίζω πως αν εξαιρέσεις την τρομακτική παιδική θνησιμότητα και τις πανδημίες, μπορούσε κανείς να φτάσει στα γεράματα.
Ένα άλλο πράγμα το οποίο συνειδητοποίησα γράφοντας τον «Βασιλιά Της» ήταν πόσο γυμνασμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι. Όλα αυτά που κάνουν, μετακίνηση, αγροτική ζωή… Πρώτα απ’ όλα κάλπαζαν, ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να μετακινείσαι καβάλα, τι κάνει αυτό στη μέση σου; Ρώτησα πολλούς ανθρώπους. Θυμάμαι πέρσι όταν έγραφα το βιβλίο, είχε έρθει στα γενέθλια της Νίκης στην Κέρκυρα, μία φίλη που οι γονείς της έχουν σαγματοποιείο, φτιάχνουν δηλαδή εξαρτήματα για την ιππασία, χαλινάρια, σέλες, σπιρούνια. Η Ηλένια ήταν από μικρή ένα αμαζονάκι, σχεδόν επαγγελματίας. Τη ρώτησα πάρα πολλά πράγματα για τη σχέση αλόγου αναβάτη, πόσο επιβαρύνει το άλογο τον ιππέα, αλλά και πόση δύναμη χρειάζεται αυτός για να το κουμαντάρει. Μου αρέσει τρελά η ιππασία – φευ δεν έχω ανέβει σε άλογο πάνω από πέντε φορές! Δεν έχω μετανιώσει που δεν έμαθα να οδηγώ. Έχω μετανιώσει που δεν έμαθα ιππασία. Το άλλο που έχω μετανιώσει είναι που δεν έγινα γιατρός. Τους θαύμαζα και τους θαυμάζω πάντα.
Γι’ αυτό έκανες, μεταξύ άλλων γιατρό τον Μενέλαο στο βιβλίο;
Υπήρχαν γιατροί στην αρχαιότητα, γίνονταν και εγχειρήσεις, δεν γράφω τυχαία ότι ο Μενέλαος μπορούσε να διορθώσει το λαγόχειλο του Πολυδεύκη. Σκέψου όμως ότι διάλεξα να κάνω το Μενέλαο γιατρό, τελείωσα το βιβλίο στις 3 Ιανουαρίου και λίγες μέρες μετά, αναπάντεχα, οι γιατροί έγιναν οι τιμονιέρηδες μας σε αυτήν την παγκόσμια κρίση, έγινε ξανά αντιληπτός ο τόσο σημαντικός, ο κομβικός τους ρόλος. Τους θαυμάζω υπερβολικά, δηλαδή όσο τους αξίζει. Αν ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα γινόμουν γιατρός.
Και ο άνθρωπος που ενσαρκώνει για μένα το αρχαιοελληνικό καλός καγαθός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία πάλι ένας γιατρός είναι. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Ένα παιδί από αγροτική οικογένεια από την Αρκαδία, καταπληκτικός αθλητής, κατ’ επανάληψη Βαλκανιονίκης, που σπούδασε και έγινε γιατρός, απέκτησε κλινική στην οποία δεχόταν δωρεάν άπορες γυναίκες μία φορά την εβδομάδα. Μπήκε στην πολιτική και στην Αριστερά με αυτήν την προίκα, ήξερε τι σημαίνει να είσαι φτωχός! Του επετέθησαν οι ακροδεξιοί μέσα στη Βουλή και τους αντιμετώπισε και με λόγια και με το παράστημά του, ήταν ένας παλήκαρος. Έκανε εκείνη την περίφημη πορεία για την Ειρήνη, ολομόναχος, αφού την είχε απαγορέψει η αστυνομία. Ήταν ο τελευταίος Έλληνας ήρωας και τον δολοφόνησαν οι παρακρατικοί στη Θεσσαλονίκη –θυμάσαι την ιστορία με το τρίκυκλο.
Φυσικά, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ήρωας και στο δικό μας σπίτι.
Τον ήξερε ο παππούς μου, έχω κι ένα βιβλίο με αφιέρωσή του.
Ο τρόπος που τον θαυμάζεις με κάνει να σκέφτομαι πως και για σένα η ενασχόληση με τα κοινά θα μπορούσε να είναι μονόδρομος.
Όχι, δεν θα το κάνω ποτέ. Ασχολούμαι με τα κοινά, έχω δημόσιο λόγο, αν και πλέον προσπαθώ να μην επεμβαίνω για ψύλλου πήδημα. Η αγάπη με την οποία με περιβάλουν οι αναγνώστες είναι πολύ πιο σημαντική από ένα σταυρό σε κάποιες εκλογές.
Ο δημόσιος λόγος θα βρει πάντα αντίλογο που θα εκφραστεί και με επιθέσεις μέσα από τα social media.
Έχω φάει άγριο bullying από ανθρώπους που, αν έμπαιναν στον κόπο να ακούσουν τι λεω, ίσως και να συμφωνούσαν. Εκτονώνονται κάποιοι με το να μου την πέφτουν στα social media. Υπάρχουν άνθρωποι πολλοί ζορισμένοι στην καθημερινότητά τους με τεράστιο έλλειμμα παιδείας για το οποίο δεν φταίνε οι ίδιοι αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα. Εκείνοι είναι που τσιμπάνε το δόλωμα που τους ρίχνουν κάποιοι και στοχοποιούν διάφορους και τους ξεσκίζουν. Χαλάλι, ας με βρίζουν αν έτσι νοιώθουν καλύτερα…
Έχουν σταυρώσει πολλούς και διάφορους ανθρώπους. Να σου πω ποιον θα σταύρωναν καθημερινά σχεδόν αν ζούσε; Τον Μάνο Χατζιδάκι. Μην κοιτάς που τόσα χρόνια ύστερα από τον θάνατο του τον έχουν κάνει τοτέμ και ο καθένας τον φέρνει στα μέτρα του. Είχε πολύ έντονες, πολύ αιρετικές απόψεις ο Χατζιδάκις και ποσώς τον ενδιέφερε να αρέσει στους πολλούς. Για την ακρίβεια τού άρεσε να μην αρέσει, το γούσταρε. Μόνο politically correct δεν ήταν, όπως ούτε και ο Τσαρούχης ούτε και ο Ταχτσής.
Η ευτυχέστερη παρέμβασή μου στα δημόσια πράγματα ήταν η συγγραφή και η έκδοση της «Νίκης». Με εκείνο το μυθιστόρημα για τη ζωή της μητέρας μου, μίλησα για την Αριστερά στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, όπως τη βίωσα εγώ στα τελειώματά της. Με όλες της τις αντιφάσεις, τα τρωτά αλλά και το μεγαλείο της.
Είναι πολύ θολά σήμερα τα σύνορα Αριστεράς – Δεξιάς;
Τα κόμματα έχουν γίνει ιδεολογικώς πολυσυλλεκτικά. Εγώ ωστόσο θα μπορούσα να σού περιγράψω την πολιτική μου θέση με τρεις αρχές από την παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία. Κάθε παιδί από τη μέρα που γεννιέται στην Ελλάδα πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης με ανάλογες με τους συμπολίτες του προοπτικές. Να έχει απολύτως εξασφαλισμένο ένα καλό επίπεδο μόρφωσης. Να υπάρχει αξιοπρεπής περίθαλψη για όλους -ασχέτως ασφαλιστικής ενημερότητας- και μέριμνα για τους ηλικιωμένους, όπως και να τα κατάφεραν στη ζωή τους. Ελάχιστο επίσης εγγυημένο εισόδημα, αν και αυτό είναι μια ιδέα φιλελεύθερη…
Θα σου πω τη συνέβη στην Ελλάδα από το 2010. Το γατόνι που ονομάζεται Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να εισπράξει το μεγαλύτερο μέρος της αγανάκτησης των πολιτών λόγω της χρεοκοπίας του κράτους και των μνημονίων. Το 2012, πήρε μια κρίσιμη απόφαση. Μετέτρεψε την Αριστερά που κάποτε ήταν ανανεωτική και έπειτα ριζοσπαστική σε λαϊκίστικη. Και είπε κάτι που δεν είχε πει ποτέ κανείς αριστερός ηγέτης: «διεκδικώ την εξουσία! Δεν διεκδικώ συμμετοχή στην εξουσία ή αντιπολίτευση στην εξουσία από θέση ισχύος… Διεκδικώ την εξουσία. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός». Τόλμησε να το αρθρώσει και το πέτυχε.
Με τη διαφορά ότι η σκευή του, η προίκα του, περιοριζόταν στην τακτική και όχι στη στρατηγική. Και το παιδί αυτό, το οποίο ήταν εξαιρετικά προικισμένο επικοινωνιακά, δεν είχε δυστυχώς κανένα βάθος, κανένα όραμα ή συγκροτημένο σχέδιο για τη χώρα. Δεν ήξερε και πολλά για τους ανθρώπους της. Φοβάμαι ότι εγώ έχω μιλήσει επί της ουσίας με περισσότερους φτωχούς απ’ότι ο Αλέξης Τσίπρας. Νοιαζόταν πάνω από όλα για τις ψήφους. Γιά αυτό και φλόμωσε τον κόσμο στο παραμύθι, τον ανέβασε πάρα πολύ ψηλά δίχως ίσως να ξέρει, δίχως να ξέρουν, πόσο χαμηλά θα τους έριχνε.
Η δική μου αριστερά είναι η Αριστερά του Μπερλίνγκουερ και του Πάλμε. Όπου κι αν πάει η αριστερά, θα πάω κι εγώ μαζί της. Κι αν κρίνω ότι οι βασικές μου αρχές εκφράζονται στις μέρες μας πιο τίμια, πιο αποτελεσματικά από την «Νέα Δημοκρατία» του Κυριάκου Μητσοτάκη, θα στηρίξω τη «Νέα Δημοκρατία» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το είχε κάνει άλλωστε και ο πατέρας μου, ο γιός του ιδρυτή του ΕΑΜ και ανηψιός του Δημήτρη Γληνού, ο οποίος ψήφισε το 1974 και το 1977 Κωνσταντίνο Καραμανλή. Δεν έχουμε ούτε αγκυλώσεις ούτε εξαρτήσεις. Στη θυγατέρα μου πάντως έκανα αυτό το «help me vote» τεστ στην κόρη μου και το παιδί βγήκε ΠΑΣΟΚ. Χάρηκα.
Δεν θέλω να κλείσουμε την κουβέντα με την πολιτική, προτιμώ να τελειώσουμε τη συζήτηση με την κόρη σου. Τι θέλεις να της μάθεις για τη ζωή;
Σίγουρα εκείνο που μού άφησε ως παρακαταθήκη ο μπαμπάς μου. Να μπαίνει στη θέση του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου. Να προσπαθεί να τον καταλαβαίνει, κυρίως όμως να τον συμπονά… Κι εκείνο που μου έλεγε η μαμά μου: «Μια υποχρέωση έχουμε απέναντι στον εαυτό μας. Να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία δεν είναι ένα λαχείο το οποίο μάς πέφτει από τον ουρανό. Είναι δικαίωμά μας, που οφείλουμε να το κερδίσουμε και να το απολαύσουμε για το χατίρι το δικό μας αλλά και των γύρω μας…»