Μίλησα με χήρες, νεόνυμφες, μονογαμικές, πολυγαμικές, πολυσυντροφικές, κάποιες που ψάχνουν παράνομη σχέση, άλλες χαμηλών τόνων και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει ούτε πολύ μεγάλη ούτε πολύ μικρή επιθυμία.
Ο αντρικός πόθος είναι μία γνωστή ιστορία. Δύσκολα φέρνει κανείς αντίρρηση στην ισχύ ή την επιμονή του. Από την άλλη, ο αντίστοιχος γυναικείος -ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται, μεγαλώνει ή ακόμη εξαφανίζεται – προκαλεί γοητεία, αμφιβολία και πανικό.
Το 2014, καθώς οι εμπειρογνώμονες ζύγιζαν τις ηθικές και ιατρικές επιπτώσεις του πρώτου φαρμάκου για τη γυναικεία λίμπιντο, έπιασα τον εαυτό μου δυσαρεστημένο με τους μύθους περί υπερπληθώρας και έλλειψης σε σχέση με την προσφορά. Οπότε θέλησα να καταλάβω τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αντιλαμβάνονται και βιώνουν τα… πάθη τους. Μέσα σε πέντε χρόνια λοιπόν, μίλησα με 120 γυναίκες και δεκάδες επαγγελματίες σεξουαλικής υγείας. Για τις ανάγκες της έρευνάς μου ταξίδεψα πολύ, μίλησα με ένα σωρό εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες με διαφορετικές επιθυμίες και εμπειρίες. Παράλληλα, παρακολούθησα συνεδρίες ψυχοθεραπείας, συμβουλεύτηκα σεξολόγους, αγωνίστηκα για να πάρει έγκριση το γυναικείο Viagra και ασχολήθηκα με το προφίλ επαγγελματιών που θολώνουν τα νερά σε ό,τι έχει να κάνει με το σεξ, την εργασία (και το συνδυασμό τους) και τη φυσική θεραπεία.
Ενάντια σε όσους ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες είναι ασθενείς με διαταραχές που χρειάζονται φαρμακευτική φροντίδα ή ότι είναι εξουσιοδοτημένοι καταναλωτές που θα έπρεπε να ξεσκαρτάρουν την αγορά ώστε να βρουν προσωπική τους μάρκα, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε αυτό που κάποιοι χαρακτηρίζουν ως πολύ μεγάλη η μικρή επιθυμία. Ίσα ίσα που περιέχει τόσες «αποχρώσεις» όσοι είναι και οι άνθρωποι για να τις εκφράσουν. Δισεκατομμύρια δηλαδή.
Η χαμηλή επιθυμία στο μεταξύ, δεν είναι κάποιου είδους σύμπτωμα. Στα πέντε χρόνια των συζητήσεων που έκανα, συχνά άκουσα παραλλαγές σε μια κοινή ιστορία. Κάπου μεταξύ της γονικής μέριμνας, της συντροφικής σχέσης και της πορείας σύμφωνα με τις εκάστοτε επαγγελματικές υποχρεώσεις, η γυναικεία λίμπιντο είχε εξασθενήσει για τα καλά. Αντί να τους ενδιαφέρει η απόλαυσή τους, ενεργούσαν με γνώμονα τις υποχρεώσεις, τη γενναιοδωρία ή τη διατήρηση των ισορροπιών.
«Τι πάει λάθος με μένα;»
Αυτό ρωτούσαν οι περισσότερες τους φαρμακοποιούς για να πάρουν μπερδεμένες απαντήσεις: «Η κωματώδης λίμπιντό σας είναι απόλυτα φυσιολογική», τους έλεγαν, αλλά αμέσως συμπλήρωναν κιόλας ότι παρουσιάζει ιατρικό ενδιαφέρον.
Το φυσιολογικό προκαλεί έντονη συζήτηση, εν μέρει επειδή η γυναικεία σεξουαλικότητα κουβαλά ένα τεράστιο βάρος. Οι ερευνητές εδώ και καιρό αναζητούν ενδείξεις για την ανθρώπινη φύση και για αποδείξεις μόνιμων διαφορών μεταξύ των δύο φύλων. Η κύρια διαφορά τους, όπως μας λένε, είναι ότι οι γυναίκες έχουν χαμηλότερη λίμπιντο. Παραδόξως βέβαια, η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως… ένα βάσανο από το οποίο το περιβάλλον τους τις ενθαρρύνει να προσπαθήσουν να απαλλαγούν. Συνεπώς, αρκετές γυναίκες με τις οποίες συνομίλησα, συμβουλεύτηκαν ψυχολόγους για να καταλάβουν γιατί η οικειότητα συνοδεύεται από φόβο. Άλλες δοκίμασαν να χρησιμοποιήσουν χημικά μέσα, από αντικαταθλιπτικά και συμπληρώματα τεστοστερόνης μέχρι χάπια που θεωρητικά ρυθμίζουν τη λίμπιντο. Κάποιες δοκίμασαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες εγχειριδίων που προτείνουν «πικάντικες» λύσεις.
Ωστόσο, όσο οι γυναίκες μου περιέγραφαν την ταλαιπωρία που πέρασαν, η φθίνουσα επιθυμία τους φάνηκε ότι ήταν συνέπεια των αδέξιων συντρόφων τους, μιας επιπόλαιης ρουτίνας, ελλιπούς εκπαίδευσης, πλήξης και υπερ-οικειότητας. Εν ολίγοις δηλαδή, ήταν η ποιότητα του σεξ που έκαναν εκείνη που έφταιγε για την απογοήτευση και την υποτίμηση που ένιωθαν. Όπως πολύ λογικά το έθεσε μια γυναίκα: «Αν δεν πρόκειται για την ευχαρίστησή σου, είναι πολύ λογικό να μην το θέλεις».
Για τις προαναφερθείσες γυναίκες, μαζί με δεκάδες άλλες με τις οποίες μίλησα, η χλιαρή επιθυμία ήταν κάτι σαν προσβολή στην προσωπικότητά τους. Εξέθετε τα όρια των προσδοκιών που είχαν για τους εαυτούς τους, ότι δηλαδή στο εξής θα έπρεπε να μείνουν σε σχέση με έναν άνθρωπο και να είναι συναισθηματικά και σεξουαλικά ικανοποιημένες. Ουσιαστικά οι εμπειρίες που μοιράστηκαν μαζί μου αντανακλούσαν αυτό που ισχυρίζονται οι ερευνητές σχετικά με το «χάσμα οργασμού», ότι δηλαδή, σε αντίθεση με εκείνες, οι άντρες είναι δυσανάλογα ικανοποιημένοι από το σεξ που κάνουν. Η συνολική εικόνα στο μεταξύ, αυτομάτως αλλάζει όταν συνειδητοποιήσουμε ποιες γυναίκες όντως απολαμβάνουν.
Μια έρευνα του 2017 στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 50.000 Αμερικανοί απέδειξε ότι το 86% των ομοφυλόφιλων γυναικών είχαν οργασμό κατά τη διάρκεια του σεξ, τη στιγμή που τα ποσοστά για τις straight γυναίκες και άντρες άγγιζαν το 65% και 95% αντίστοιχα. Οι ερευνητές εικάζουν ότι οι λεσβίες και οι queer γυναίκες απολαμβάνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση λόγω της εξοικείωσης που έχουν με το σώμα τους, της μεγαλύτερης σεξουαλικής διάρκειας και του μη συσχετισμού της γυναικείας κορύφωσης με τη διείσδυση. Προσωπικά υποθέτω ότι οι queer γυναίκες είναι συχνά πιο ικανοποιημένες επειδή, σε αντίθεση με τις straight, έχουν σκεφτεί και προσδιορίσει τη φύση και το αντικείμενο της σεξουαλικής επιθυμίας τους.
Δεν υπάρχει τίποτα αστείο στην προσποίηση του οργασμού
Το θέμα της προσποίησης τείνει να προκαλεί αστείες αντιδράσεις τουλάχιστον. Όταν η γυναίκα προσποιείται οργασμό, αυτός που τελικά πληγώνεται είναι ο άντρας διότι βιώνει ως απώλεια την απουσία της αληθινής γυναικείας κλιμάκωσης – και μάλιστα χωρίς να το καταλαβαίνει στο 100%. Κοινώς, «αυτός χάνει». Σύμφωνα μάλιστα με μια σχετική έκθεση του 2010, το 80% των ετεροφυλόφιλων γυναικών προσποιούνται ότι έχουν οργασμό περίπου κατά το ήμισυ της διάρκειας της κολπικής διείσδυσης, τη στιγμή που το 25% έχει ψεύτικο οργασμό καθ’όλη τη διάρκειά της.
Η προσποίηση του οργασμού ήταν πανταχού παρούσα ανάμεσα στις γυναίκες με τις οποίες μίλησα. Οι περισσότεροι τη θεωρούν καλοπροαίρετη κίνηση και σε μεγάλο βαθμό συμφωνώ μαζί τους. Όσο το εν λόγω θέμα προέκυπτε ξανά και ξανά, έπιανα τον εαυτό μου να απορροφάται σκεπτόμενος μια περίεργη αντίφαση: Όσο οι γυναίκες έκαναν ότι το απολάμβαναν, ταυτόχρονα υποτιμούσαν τις πραγματικές τους αισθήσεις. Από την άλλη, η «παράσταση» που δίνει μία γυναίκα στο σεξ αποτελεί ωδή στη σημασία της γυναικείας απόλαυσης, αλλά κυρίως της πεποίθησης και των ανδρών και των γυναικών, ότι πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε. Άσχετα αν απομακρύνει τις γυναίκες από τη σωματική και ψυχολογική εμπειρία της απόλαυσης. Αυτό ισχύει όπως και να έχει.
Οι γυναίκες δεν ψάχνουν για ένα μαγικό χάπι
Παρόλο που μερικές γυναίκες συμπέραναν ότι θα ήταν ωραίο να μπορούσαν να διεγερθούν με ένα χάπι, λίγες διέκριναν το όφελος της ενίσχυσης της σεξουαλικής τους όρεξης αν οι συνθήκες γύρω από το σεξ παρέμεναν αμετάβλητες. Ενώ η επιθυμία ήταν συχνά χρωματισμένη από μια αίσθηση μυστηρίου, όταν επρόκειτο για την εξασθένηση της σεξουαλικότητάς τους οι γυναίκες την περιέγραφαν βάσει του χρονικού διαστήματος, των διαφορετικών συντρόφων, αλλά και της ύπαρξης ή έλλειψης αυτογνωσίας.
Στην περίπτωση του Viagra και των ανταγωνιστικών προϊόντων του, υποτίθεται ότι οι άνδρες θέλουν να κάνουν σεξ, αλλά δεν μπορούν, και έτσι ένα φαρμακευτικό σκεύασμα τους βοηθάει να είναι σεξουαλικά ενεργοί. Αλλά για τις γυναίκες, το πρόβλημα είναι περισσότερο περίπλοκο: Μπορεί να είναι σωματικά ικανές, αλλά συναισθηματικά απογοητευμένες.
Οι γυναίκες συνήθως καταπιέζουν εαυτούς να συνευρεθούν με άτομα που δεν πολυεπιθυμούν, ή για τα οποία ακόμη δεν έχει μεσολαβήσει επαρκές χρονικό διάστημα για να αναπτυχθούν. Έφυγα με το συμπέρασμα ότι η σεξουαλική επούλωση δεν έχει να κάνει με τεχνάσματα ή τεχνικές· αντιθέτως έχει να κάνει κυρίως με το μυαλό, με την αίσθηση μιας εσωτερικής ανησυχίας του στυλ «το θέλω αυτό» και της δυναμικής να πράξει αναλόγως για να το διεκδικήσει.